Τι σημαίνει το betting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης betting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του betting στο Αγγλικά.

Η λέξη betting στο Αγγλικά σημαίνει στοίχημα, πιθανότητα, στοίχημα, στοίχημα, παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω, πάω στοίχημα με κπ για κτ, στοιχηματίζω σε κτ, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω κατά, φαβορί, αυτό που πιστεύω, αποκλείω, σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα, πρακτορείο στοιχημάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης betting

στοίχημα

noun (gambling, placing bets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many types of betting are illegal in the United States.

πιθανότητα

noun (informal (likelihood, probability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What's the betting Colin's already drunk by the time we get to the pub?

στοίχημα

noun (wager)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sam placed a bet at the race track.

στοίχημα

noun ([sth] wagered)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bet was that the loser would clean the house for a week.
Το στοίχημα ήταν ότι ο χαμένος θα καθάριζε το σπίτι για μια βδομάδα.

παίζω στοίχημα

intransitive verb (gamble)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a waste of money to bet.
Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα.

στοιχηματίζω

transitive verb (wager an amount)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The odds are 11/2, so if you bet £2 and your horse wins, you'll get £11 back.
Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες.

πάω στοίχημα με κπ για κτ

transitive verb (wager with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll bet you one hundred dollars.

στοιχηματίζω σε κτ

(place a wager on)

Rita bet on a horse at the race track.
Η Ρίτα στοιχημάτισε σε ένα άλογο στον ιππόδρομο.

στοιχηματίζω

(figurative (be totally confident of) (μεταφορικά: για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My holiday starts tomorrow, so you can bet on it raining!

στοιχηματίζω

transitive verb (figurative, informal (with clause: expect) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bet Ian won't come to work today.
Πάω στοίχημα (or: Βάζω στοίχημα) ότι ο Ίαν δεν θα έρθει στη δουλειά σήμερα.

στοιχηματίζω κατά

(wager against [sth])

Oscar lost his money because he bet against the winning horse.

φαβορί

noun (informal ([sb], [sth] likely to succeed) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dan is my bet for top salesman this year.

αυτό που πιστεύω

noun (informal (guess, expectation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna's bet is that Ned will fail.
Η Άννα πιστεύει ότι ο Νεντ θα αποτύχει.

αποκλείω

(figurative (assume [sth] will fail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wouldn't bet against his getting the promotion.

σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα

transitive verb (informal, figurative (with clause: expect) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bet you the math test will be easy.

πρακτορείο στοιχημάτων

noun (UK (bookmaker's)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'm always down at the betting shop; no wonder I've never got any money!
Είμαι συνέχεια στο πρακτορείο στοιχημάτων. Δεν είναι ν' απορείς που ποτέ δεν έχω χρήματα!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του betting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του betting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.