Τι σημαίνει το bred στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bred στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bred στο Αγγλικά.

Η λέξη bred στο Αγγλικά σημαίνει αναπαράγομαι, εκτρέφω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω κτ με κτ, δημιουργώ, αναθρέφω, ανατρέφω, γεννάω, γεννώ, ράτσα, ράτσα, καταγωγή, γενιά, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, ημίαιμο, υβρίδιο, μπάσταρδος, σπάνια ράτσα, σπάνια περίπτωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bred

αναπαράγομαι

intransitive verb (procreate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some mammals breed only once.
Ορισμένα θηλαστικά αναπαράγονται μόνο μία φορά.

εκτρέφω

transitive verb (raise livestock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer breeds sheep and cows.
Ο αγρότης εκτρέφει πρόβατα και αγελάδες.

ζευγαρώνω

transitive verb (mate two animals) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This female horse was bred with a male donkey, and she gave birth to a mule.
Αυτό το θηλυκό άλογο ζευγάρωσε με έναν γάιδαρο και γέννησε ένα μουλάρι.

ζευγαρώνω κτ με κτ

(animal: make reproduce)

If you breed a horse with a donkey, you get a mule.

δημιουργώ

transitive verb (horticulture: make reproduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Researchers have bred a new type of zucchini plant.
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα νέο είδος κολοκυθιού.

αναθρέφω, ανατρέφω

transitive verb (person: rear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nelly's parents bred her to be a proper lady.
Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία.

γεννάω, γεννώ

transitive verb (figurative (engender [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Boredom breeds discontent, so our school strives to challenge students in all subjects.

ράτσα

noun (animal: type, race)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog show is divided into categories by breed.
Η επίδειξη σκύλων χωρίζεται σε κατηγορίες ανάλογα με τη ράτσα.

ράτσα

noun (figurative, informal (type of person) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Politicians are an untrustworthy breed.
Οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστη φάρα.

καταγωγή

noun (race, ancestry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People of her breed don't typically like spicy food.

γενιά

noun (type, group of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A new breed of chefs has been born at the elite culinary school.

βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας

noun (award at dog show)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημίαιμο

noun (animal of mixed breed) (όχι ράτσας)

My dog looks like a collie, but he's actually a crossbreed.

υβρίδιο

noun (figurative (hybrid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dress is a homemade crossbreed of two old pieces of clothing.

μπάσταρδος

noun (pejorative, offensive (child of mixed-race parents) (μειωτικό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

σπάνια ράτσα

noun (animal: type not often seen)

σπάνια περίπτωση

noun (figurative (person: kind not often encountered) (μεταφορικά: άτομο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bred στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bred

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.