Τι σημαίνει το broad στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης broad στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του broad στο Αγγλικά.
Η λέξη broad στο Αγγλικά σημαίνει φαρδύς, πλατύς, απέραντος, γεροδεμένος, ευρύς, αδρός, άξεστος, έντονος, γυναίκα, Broads, Μπρόουντς, υπερωικός, μεγάλο χαμόγελο, άλμα εις μήκος, μεγάλη προσδοκία, ευρύ πεδίο, ευρεία έννοια, ευρύ πεδίο, ευρέος φάσματος, αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενής, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλατύγυρος, ανοιχτός στο στέρνο, ανεκτικότητα, που έχει φαρδιούς ώμους, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος, που μπορεί να βοηθήσει τους άλλους, πλατύφυλλος, κουκιά, κουκί, μέρα μεσημέρι, σε γενικές γραμμές, σε γενικές γραμμές, άλμα εις μήκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης broad
φαρδύς, πλατύςadjective (wide) (μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She lives on a broad, tree-lined street. Ζει σε έναν φαρδύ (or: πλατύ), δεντρόφυτο δρόμο. |
απέραντοςadjective (open, expansive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The broad vista of the fields and mountains was impressive. Η απέραντη θέα με τα λιβάδια και τα βουνά ήταν εντυπωσιακή. |
γεροδεμένοςadjective (person: strongly built) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) He was tall and broad and could easily lift a heavy man. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος και μπορούσε να σηκώσει εύκολα έναν βαρύ άντρα. |
ευρύςadjective (figurative (great in scope) (γενικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He had a broad interest in all sports, not just football. Έδειχνε ευρύ ενδιαφέρον για όλα τα αθλήματα, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο. |
αδρόςadjective (figurative (description, outline: rough) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This useful little book provides a broad outline of the history of Egypt. Αυτό το χρήσιμο βιβλιαράκι παρέχει μια χοντρική περιγραφή της ιστορίας της Αιγύπτου. |
άξεστοςadjective (figurative (humour: crude) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The broad humour of the song has made it extremely popular. Το χοντροκομμένο χιούμορ του τραγουδιού το έχει κάνει πολύ δημοφιλές. |
έντονοςadjective (figurative (accent: strong) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim came from Yorkshire and spoke with a broad accent. Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά. |
γυναίκαnoun (dated, US, slang (woman) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's dating a blond broad with long legs. Βγαίνει με μια ξανθιά γκόμενα με μακριά πόδια. |
Broads, Μπρόουντςplural noun (UK (rivers in Eastern England) (κύριο, μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The family are planning a boating holiday on the Broads. |
υπερωικόςadjective (vowel, consonant: velar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Consonants are regarded as broad or slender depending on the vowels next to them. |
μεγάλο χαμόγελοnoun (big smile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A broad grin split Timmy's face when his dog came back. |
άλμα εις μήκοςnoun (sport: long jump) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλη προσδοκίαnoun (great scope) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευρύ πεδίοnoun (wide-ranging effect or influence) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They successfully used the internet to give them a broad reach to a whole new class of voters. |
ευρεία έννοιαnoun (general meaning) |
ευρύ πεδίοnoun (figurative (wide variety) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Their opinions covered a broad spectrum. |
ευρέος φάσματοςnoun as adjective (antibiotic: wide uses) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενήςadjective (comprehensive, representative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (bird) |
πλατύγυροςadjective (hat: wide brim) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτός στο στέρνοadjective (man: having wide, strong chest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεκτικότηταnoun (tolerance, open to new ideas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει φαρδιούς ώμουςadjective (with wide shoulders) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James is so broad-shouldered because he lifts weights daily. Ο Τζέιμς έχει πολύ φαρδιούς ώμους, γιατί κάνει βάρη κάθε μέρα. |
ανθεκτικός, σκληραγωγημένοςadjective (figurative (hardy) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She's broad-shouldered, always overcoming all hardships. Είναι σκληραγωγημένη, πάντα αντιπαρέρχεται όλες τις δυσκολίες. |
που μπορεί να βοηθήσει τους άλλουςadjective (figurative (helpful to others) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλατύφυλλοςadjective (plant: having wide leaves) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουκιάnoun (botany: plant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουκίnoun (usually plural (edible pulse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fava beans are delicious in stews but do tend to cause flatulence. |
μέρα μεσημέριadverb (openly, in full public view) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) They were selling drugs in broad daylight. |
σε γενικές γραμμέςexpression (in general) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε γενικές γραμμέςadverb (loosely speaking) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The research looks in broad terms at the influence of food production on land use. |
άλμα εις μήκοςnoun (athletics competition) (σπορ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) It was during the Olympics that she broke the world long jump record. In high school I was on the track and field team and participated in the long jump. Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του broad στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του broad
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.