Τι σημαίνει το wide στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wide στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wide στο Αγγλικά.

Η λέξη wide στο Αγγλικά σημαίνει φαρδύς, πλατύς, έχω πλάτος, άστοχος, πολύς, ευρύς, εκτεταμένος, φαρδύς, ορθάνοιχτος, πανέξυπνος, διάπλατα, -, που εκτείνεται σε, επεκτείνω την έρευνα, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή, παντού, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, σε όλο τον κόσμο, μακρινό πλάνο, ορθάνοιχτος, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, κρατικός, σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια, ευρεία γωνία, ευρυγώνιος, ευρυγώνιος, χωρισμένος, εντελώς ξύπνιος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μεγάλο περιθώριο, ανακριβής, άστοχος, ορθάνοιχτος, ορθάνοιχτος, εκτεθειμένος σε κτ, ανοιχτός, ευρεία γκάμα, ευρεία γκάμα, wide receiver, ευρυγώνια φωτογραφία, άστοχη βολή, μεγάλη ποικιλία, ευρεία ποικιλία, ευρυγώνιος φακός, αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτου, ρακέτα με φαρδύ προφίλ, εύσωμος, φαρδιάς ατράκτου, εύσωμος, με φαρδύ προφίλ, με μεγάλο γείσο, με διάπλατα μάτια, ανοιχτός χώρος, ανοιχτός χώρος, ευρύς, με ανοιχτό το στόμα, που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμα, διαδίκτυο, παγκόσμιος, παγκοσμίως, παγκόσμια, WWF, παγκόσμιος ιστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wide

φαρδύς, πλατύς

adjective (broad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a wide space between the two buildings.
Υπάρχει ένα φαρδύ κενό ανάμεσα στα δυο κτίρια.

έχω πλάτος

adjective (of a particular width)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The table is one metre wide. The carpenter chose three 20-centimeter wide planks.
Ο μαραγκός διάλεξε τρεις σανίδες πλάτους 20 εκατοστών.

άστοχος

adjective (shot: off-target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shot was wide of the target.
Η βολή ήταν άστοχη.

πολύς

adjective (ample)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You have a wide opportunity to network this week.

ευρύς, εκτεταμένος

adjective (extensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has wide experience in commercial law.

φαρδύς

adjective (loose-fitting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aren't those pants too wide for you?

ορθάνοιχτος

adjective (eyes: fully open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her eyes were wide with wonder at the sight of the huge pink flower.

πανέξυπνος

adjective (UK, figurative, slang (shrewd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That man is a real wide one.

διάπλατα

adverb (widely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He opened his eyes wide for the photograph.

-

adverb (shot: off-target) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Shelley fired at the target but her shot went wide.
Η Σέλλεϋ πυροβόλησε αλλά αστόχησε κατά πολύ.

που εκτείνεται σε

suffix (extending across)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a city-wide ban on watering the lawn to conserve water.

επεκτείνω την έρευνα

verbal expression (figurative (search over a large area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police cast a wide net whilst searching for the missing fugitive.

απλώνω τα δίχτυα μου παντού

verbal expression (figurative (use wide range of resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company is casting its net wide in its search for exactly the right person for the job.

κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή

verbal expression (figurative (be impressive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

expression (in or to many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alice searched far and wide for the perfect place to live, but eventually she decided to live in her hometown.

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

verbal expression (figurative (keep away from)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε όλο τον κόσμο

adverb (anywhere on earth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you could go anywhere in the whole wide world, where would you go first?

μακρινό πλάνο

noun (movie, photo: wide-angle view) (κινηματογράφος)

The film begins with a long shot in which you can see the whole town.
Η ταινία ξεκινά με ένα μακρινό πλάνο στο οποίο βλέπει κανείς ολόκληρη την πόλη.

ορθάνοιχτος

adjective (door, eyes: wide open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

adjective (US (across an entire state) (ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατικός

adjective (across a state)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια

adverb (across a state)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The measure was popular locally, but not statewide.
Το μέτρο ήταν δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο αλλά όχι σε όλη την πολιτεία.

ευρεία γωνία

noun (broad view)

ευρυγώνιος

adjective (lens: giving wide view)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευρυγώνιος

adjective (employing wide-angle lens)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The photographer took a wide-angle shot.

χωρισμένος

adjective (separated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It's not a bad portrait except that his eyes are too wide apart.

εντελώς ξύπνιος

adjective (fully conscious)

After my morning coffee I'm usually wide awake. The noise outside kept him wide awake all night long.
Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (figurative (alert, observant)

You need to be wide awake in this job and not let any opportunities pass you by.

μεγάλο περιθώριο

noun (large gap or allowance)

Charles won the election by a wide margin.

ανακριβής

adjective (figurative (guess: inaccurate) (η εικασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Catherine tried to guess the price of the watch, but she was wide of the mark.

άστοχος

adjective (shot: missing the target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The archer's first shot at the target was wide of the mark.

ορθάνοιχτος

adjective (eyes: fully open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I went into the situation with my eyes wide open.
Εξέτασα την κατάσταση με τα μάτια ορθάνοιχτα.

ορθάνοιχτος

adjective (door: fully open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When you leave the door wide open, it lets all the heat out of the house.

εκτεθειμένος σε κτ

adjective (figurative (exposed, vulnerable to [sth])

The infantry lay itself wide open to attack.
Το πεζικό βρισκόταν εκτεθειμένο σε επίθεση.

ανοιχτός

adjective (figurative (not yet determined) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When the only suspect gave an alibi, the murder case was thrown wide open.

ευρεία γκάμα

noun (large area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This electronic tag allows animals to be tracked over a wide range.

ευρεία γκάμα

noun (great variety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company offers a wide range of services to customers.
Η εταιρεία παρέχει μια ευρεία γκάμα υπηρεσιών στους πελάτες.

wide receiver

noun (American football player) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ευρυγώνια φωτογραφία

noun (photography, film: wide-angle view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The director decided on a wide shot for the scene instead of a close-up.

άστοχη βολή

noun (sport: aim that misses mark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλη ποικιλία, ευρεία ποικιλία

noun (extensive range)

ευρυγώνιος φακός

noun (photography: lens encompassing wide view)

αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτου

noun (aircraft with two aisles)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρακέτα με φαρδύ προφίλ

noun (US (wide tennis racket)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εύσωμος

noun (US, informal (sports: heavy person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαρδιάς ατράκτου

noun as adjective (aircraft: having two aisles) (αεροσκάφος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εύσωμος

noun as adjective (US, informal (person: heavy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με φαρδύ προφίλ

noun as adjective (US (tennis racket: wide) (ρακέτα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με μεγάλο γείσο

adjective (hat: having a large brim) (καπέλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με διάπλατα μάτια

adjective (with astonishment, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The wide-eyed child opened his Christmas presents.

ανοιχτός χώρος

noun (outdoor area without buildings)

ανοιχτός χώρος

noun (indoor unobstructed space)

ευρύς

adjective (broad scope)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pharmacy has a wide-ranging selection of pain killers.

με ανοιχτό το στόμα

adjective (gaping)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμα

adjective (having a wide mouth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαδίκτυο

noun (internet, the Net)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The World Wide Web was developed as a way of sharing research papers.

παγκόσμιος

adjective (spanning the world)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The worldwide shortage of rare metals is a threat to manufacturing.
Η παγκόσμια έλλειψη σπανίων μετάλλων απειλεί τη βιομηχανική παραγωγή.

παγκοσμίως, παγκόσμια

adverb (all over the world)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gus has travelled worldwide and has friends everywhere.
Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και έχει φίλους παντού.

WWF

noun (initialism (World Wide Fund for Nature)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παγκόσμιος ιστός

noun (written, initialism (World Wide Web)

Tim Berners-Lee was the inventor of the WWW.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wide στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wide

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.