Τι σημαίνει το thick στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης thick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thick στο Αγγλικά.
Η λέξη thick στο Αγγλικά σημαίνει χοντρός, πυκνός, πλατύς, πηχτός, αποπνικτικός, πνιγηρός, πυκνός, βαρύς, χαζός, πυκνός, πλούσιος, σε παχύ στρώμα, πυκνά, κέντρο, μέσο, λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος, λίγο αργός, λίγο παχύς, κάπως παχύς, στη μέση του/της, στη μέση, στη μέση, κολακεύω/επαινώ υπερβολικά, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω, βαριά προφορά, τούβλο, αχώριστοι, κολλητοί, πανίβλακας, χοντροκέφαλος, χοντροκεφαλιά, το να είσαι χοντρόπετσος, χοντρόπετσος, που έχει χοντρό ράμφος, με παχιά χείλη, με χοντρά χείλη, ανόητος, αργόστροφος, χαζός, γεροδεμένος, στα εύκολα και στα δύσκολα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης thick
χοντρόςadjective (deep) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You could see that it was good quality because the glass was thick. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα στάχτης. |
πυκνόςadjective (dense) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was beautiful with her long, thick hair. Ήταν πανέμορφη με τα μακριά, πυκνά της μαλλιά. |
πλατύςadjective (broad from side to side) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The trunk of a redwood is extremely thick at the base. |
πηχτόςadjective (liquid: not watery) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The milkshake was too thick to use a straw. |
αποπνικτικός, πνιγηρόςadjective (air: sultry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The thick air of the South in summertime can be oppressive. Είναι κουραστική η αποπνικτική ατμόσφαιρα στον Νότο το καλοκαίρι. |
πυκνόςadjective (fog, darkness: impenetrable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The thick fog caused many traffic accidents. |
βαρύςadjective (pronounced) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The foreigner had a thick accent. |
χαζόςadjective (colloquial (stupid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The translator was too thick to figure out the instructions. |
πυκνός, πλούσιος(full of) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The woods were thick with bushes. Στο δάσος, υπήρχε πυκνή θαμνώδης βλάστηση. |
σε παχύ στρώμαadverb (in a thick layer) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Spread the jam thick. |
πυκνάadverb (densely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The weeds grow thick on that side of the yard. |
κέντρο, μέσοnoun (heart, center) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wherever there was trouble, he was in the thick of it. |
λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστοςadjective (substance: not runny) The gravy seems a bit thick; I can stand a spoon in it! |
λίγο αργόςadjective (UK, figurative, pejorative, slang (person: not intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's a bit thick, but really nice all the same. |
λίγο παχύς, κάπως παχύςadjective (informal (person, physique: not thin) He's a bit thick through the waist. |
στη μέση του/τηςexpression (informal (in the midst of: a fight, etc.) (μιας δυσάρεστης κατάστασης) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μέσηexpression (informal (situation: deeply involved) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μέσηexpression (informal (very involved) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tarzan was always in the thick of things when there was trouble in the jungle. |
κολακεύω/επαινώ υπερβολικάverbal expression (informal, figurative (compliment effusively) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He keeps telling me how fabulous I look; he's really laying it on thick and I am getting embarrassed. Μου λέει συνεχώς πόσο υπέροχη είμαι· πραγματικά με κολακεύει υπερβολικά και έχω αρχίσει να νιώθω αμηχανία. |
τα παραλέω, τα παραφουσκώνωverbal expression (figurative, informal (exaggerate to mislead) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the interview he laid it on thick how much past experience he had, which made me suspicious. |
βαριά προφοράnoun (figurative (heavy foreign or regional pronunciation) |
τούβλοverbal expression (informal (lack intelligence) (μεταφορικά, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The new employee is thick as a brick. Ο νέος υπάλληλος είναι τούβλο. |
αχώριστοι, κολλητοίadjective (very close friends) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πανίβλακαςexpression (UK, informal, pejorative (very stupid) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χοντροκέφαλοςnoun (stupid person) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's such a thickhead – I had to explain it seven times! |
χοντροκεφαλιάnoun (inability to accept new ideas) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I wish you could get it through your thick head that times have changed! |
το να είσαι χοντρόπετσοςnoun (figurative (insensitivity to criticism) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you want to make it as an actor, you're going to need a thick skin. |
χοντρόπετσοςadjective (insensitive to criticism) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has to be thick skinned to put up with all the criticism he gets. |
που έχει χοντρό ράμφοςadjective (having a thick beak) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με παχιά χείλη, με χοντρά χείληadjective (having full lips) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανόητος, αργόστροφοςadjective (figurative, pejorative, informal (unintelligent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαζόςadjective (informal, figurative, pejorative (stupid, unintelligent) (καθομ, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεροδεμένοςadjective (stocky) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jake was thin in high school, but in his twenties he became thickset because he stopped exercising. |
στα εύκολα και στα δύσκολαadverb (figurative, informal (through all manner of difficulties) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του thick
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.