Τι σημαίνει το mail στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mail στο Αγγλικά.

Η λέξη mail στο Αγγλικά σημαίνει ταχυδρομείο, ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail, email, e-mail, ταχυδρομικός, ταχυδρομώ, στέλνω με email, στέλνω, στέλνω mail, στέλνω email, στέλνω, ταχυδρομώ, αεροπορικώς, αεροπορική επιστολή, πολλαπλή αποστολή, ομαδική αποστολή αλληλογραφίας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ταχυδρομικώς, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο, συστημένο με απόδειξη παραλαβής, αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας, αλυσιδωτός θώρακας, διαφημιστικό ταχυδρομείο, email, υπηρεσία για email, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, email, στέλνω με email, στέλνω με email, στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ηλεκτρονική διεύθυνση, γράμματα των φαν, γράμματα από τους θαυμαστές, μηνύματα μίσους, καθ' οδόν, εισερχόμενη αλληλογραφία, εσωτερική αλληλογραφία, ανεπιθύμητη αλληλογραφία, ανεπιθύμητη αλληλογραφία, εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή, ταχυδρόμος, ταχυδρομική υπηρεσία φύλαξης της αλληλογραφίας και των δεμάτων ενός πελάτη, γραμματοκιβώτιο, συγχώνευση αλληλογραφίας, ταχυδρομική παραγγελία, κατάλογος ταχυδρομικής παραγγελίας, γραφείο αλληλογραφίας, δια αλληλογραφίας, ψήφος δια αλληλογραφίας, νύφη κατά παραγγελία, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, τηλεφωνητής, εισερχόμενα, ταχυδρομική επιστολή με παράδοση την επομένη, συστημένη επιστολή, ταχυδρομείο, ταχυδρομική αποστολή με μέσα επιφανείας, ταχυδρομείο που αποστέλλεται με μέσα επιφανείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mail

ταχυδρομείο

noun (mainly US, uncountable (postal delivery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mail has not arrived yet.
Δεν έφτασε ακόμη το ταχυδρομείο.

ταχυδρομείο

noun (uncountable (postal system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mail in other countries is slow.
Η ταχυδρομική υπηρεσία σε άλλες χώρες είναι πολύ αργή.

αλληλογραφία

noun (mainly US, uncountable (letters, parcels, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put today's mail on the table.
Άφησα τη σημερινή αλληλογραφία στο τραπέζι.

mail, email, e-mail

noun (e-mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My computer makes a sound to let me know I've got mail.
Ο υπολογιστής μου κάνει έναν ήχο κάθε φορά που έχω mail.

ταχυδρομικός

noun as adjective (postal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve and his wife are both mail workers.
Ο Στιβ και η γυναίκα του είναι και οι δύο ταχυδρομικοί υπάλληλοι.

ταχυδρομώ

transitive verb (uncountable (send by post)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to mail a letter today.
Θα στείλω το γράμμα σήμερα ταχυδρομικά (or: μέσω ταχυδρομείου).

στέλνω με email

(informal (send by e-mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please mail the file to me.
Σε παρακαλώ στείλε μου το αρχείο με email.

στέλνω

transitive verb (informal (send an e-mail to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you mail me the details?
Μπορείς να μου στείλεις ηλεκτρονικά (or: μέσω email) τις λεπτομέρειες;

στέλνω mail, στέλνω email

intransitive verb (informal (correspond by e-mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer to talk on the telephone, but many people just mail.
Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.

στέλνω, ταχυδρομώ

phrasal verb, transitive, separable (send by post)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to mail the package out before the train leaves.

αεροπορικώς

noun (postal service by plane) (ταχυδρομείο: υπηρεσία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αεροπορική επιστολή

noun (post sent by plane) (ταχυδρομείο)

πολλαπλή αποστολή

noun (electronic message) (email)

ομαδική αποστολή αλληλογραφίας

noun (low-cost big mailing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Bulk mail is the polite, commercial term for junk mail.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (e-mail sent to multiple addresses)

ταχυδρομικώς

adverb (via postal service)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It seems like sending a letter by mail is a sweet old-fashioned thing to do.

μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο

adverb (informal (via e-mail)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συστημένο με απόδειξη παραλαβής

(type of mail)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας

noun (type of armor)

The knight wore a bronze helmet and a suit of chain mail armour.

αλυσιδωτός θώρακας

noun (historical (chain mail garment)

διαφημιστικό ταχυδρομείο

noun (advertising sent by mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The effectiveness of advertising by direct mail depends on the quality of the mailing list.

email

noun (electronic message)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I received an email from John with the directions to the party.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λάβετε απάντηση με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

υπηρεσία για email, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

noun (electronic messaging system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our server is down and we're without email.
Ο εξυπηρετητής μας δε λειτουργεί και δεν έχουμε υπηρεσία για email (or: υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

email

noun (informal (electronic messaging address)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you give me your email, I'll send the invitation to you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ξεχάσετε να συμπληρώσετε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας στην αίτησή σας.

στέλνω με email

transitive verb (send electronic message) (επικοινωνώ με υπολογιστή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll email you tomorrow with the details.
Θα σου στείλω τις λεπτομέρειες με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

στέλνω με email

transitive verb (send: to [sb] via email) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will email you the directions.
Θα σου στείλω τις οδηγίες με email.

στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

transitive verb (send: [sth] via email)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll email the invoices to all our customers.
Θα στείλω τα τιμολόγια σε όλους τους πελάτες μας με email.

ηλεκτρονική διεύθυνση

noun (messaging: account name)

I made a typo in George's email address so he didn't receive my mail.

γράμματα των φαν, γράμματα από τους θαυμαστές

noun (letters from fans) (διάσημου προσώπου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μηνύματα μίσους

noun (negative messages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθ' οδόν

adjective (in postal system) (για ταχυδρομική αποστολή)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My application is in the mail, so you should be receiving it soon.

εισερχόμενη αλληλογραφία

noun (received mail)

εσωτερική αλληλογραφία

noun (post or e-mail within a company)

ανεπιθύμητη αλληλογραφία

noun (unsolicited e-mail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've got great spam filters so hardly ever see any junk mail. Our post's usually 90% junk mail and 10% actual letters.
Έχω βάλει ειδικά φίλτρα κι έτσι σπάνια λαμβάνω ανεπιθύμητη αλληλογραφία. Το 90% των μηνυμάτων μας είναι συνήθως ανεπιθύμητη αλληλογραφία και μόνο το 10% είναι χρήσιμα.

ανεπιθύμητη αλληλογραφία

noun (unsolicited leaflets, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mail we receive is usually 90% junk mail and 10% actual letters.

εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή

noun (explosive device inside envelope)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταχυδρόμος

noun (US (person employed to deliver post)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My dog barks at my mail carrier every day.

ταχυδρομική υπηρεσία φύλαξης της αλληλογραφίας και των δεμάτων ενός πελάτη

noun (place for transmitting mail)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραμματοκιβώτιο

noun (slot or container for depositing mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγχώνευση αλληλογραφίας

noun (software: use of document template)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχυδρομική παραγγελία

noun (shopping by post)

Mail order has seen stiff competition from online merchants in the Internet age.

κατάλογος ταχυδρομικής παραγγελίας

noun (for shopping by mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφείο αλληλογραφίας

noun (sorting office for post)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δια αλληλογραφίας

adjective (voting, etc.: by post)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψήφος δια αλληλογραφίας

noun (vote cast and sent by post)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νύφη κατά παραγγελία

noun (informal, pejorative (woman marrying wealthy foreign man) (μειωτικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμματοκιβώτιο

noun (in street: post box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mailbox is emptied twice a day.
Το γραμματοκιβώτιο αδειάζεται δυο φορές τη μέρα.

γραμματοκιβώτιο

noun (US (of building: letterbox)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The package was too big for the mailbox.
Το πακέτο ήταν υπερβολικά μεγάλο για το γραμματοκιβώτιο.

τηλεφωνητής

noun (phone: voicemail storage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My mailbox is full; I need to delete some messages.

εισερχόμενα

noun (email: inbox) (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I'm trying to get my mailbox emptied before I go on holiday.
Προσπαθώ να αδειάσω τα εισερχόμενά μου πριν φύγω διακοπές.

ταχυδρομική επιστολή με παράδοση την επομένη

noun (post delivered by next day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συστημένη επιστολή

noun (insured first-class letters, parcels) (γράμμα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We recommend that valuable items be sent by registered mail. I'd like to send this parcel by registered post, please.
Θα ήθελα να στείλω αυτό το πακέτο ως συστημένο, παρακαλώ.

ταχυδρομείο

noun (informal (post, conventional mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most of the bills I receive are emailed, but my tax bill comes by snail mail.

ταχυδρομική αποστολή με μέσα επιφανείας

noun (postal system by ground)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχυδρομείο που αποστέλλεται με μέσα επιφανείας

noun ([sth] sent by ground mail) (αλληλογραφία ή δέμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mail

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.