Τι σημαίνει το mince στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mince στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mince στο Αγγλικά.

Η λέξη mince στο Αγγλικά σημαίνει κιμάς, κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά, ψιλοκόβω, περπατάω καμαρωτά, κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς, μοσχαρίσιος κιμάς, χοιρινός κιμάς, τάρτα με μαρμελάδα φρούτων, μασάω τα λόγια μου, μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκά, κιμάς, δε μασάω τα λόγια μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mince

κιμάς

noun (UK (ground beef, lamb, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom bought some fresh mince from the butcher.
Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη.

κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά

transitive verb (UK (meat: grind)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen minced some meat for sausages.
Η Κάρεν έκανε λίγο κρέας κιμά για λουκάνικα.

ψιλοκόβω

transitive verb (US (food: chop into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard minced the vegetables for the pan.
Ο Ρίτσαρντ ψιλόκοψε τα λαχανικά για το τηγάνι.

περπατάω καμαρωτά

intransitive verb (pejorative (walk daintily)

Kelsey minced down the street in her high heels.
Η Κέσλεϋ κατέβαινε καμαρωτά τον δρόμο με τα ψηλοτάκουνά της.

κινούμαι κουνιστά, κινούμαι θηλυπρεπώς

phrasal verb, intransitive (informal, pejorative (man: move effeminately)

μοσχαρίσιος κιμάς

noun (minced cattle meat)

The meat for ground beef usually comes from several different cows.
Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.

χοιρινός κιμάς

noun (finely chopped pig meat)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τάρτα με μαρμελάδα φρούτων

noun (spiced fruit pastry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mince pies are traditionally eaten around Christmas.

μασάω τα λόγια μου

(figurative (speak tentatively, tactfully) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sick and tired of you mincing your words; just say what you really think!

μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκά

noun (minced spiced fruit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mother prepared the mincemeat for the pie.

κιμάς

noun (UK (ground meat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We don't have any vegetable pies, only mincemeat.

δε μασάω τα λόγια μου

verbal expression (figurative (speak plainly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That man does not mince words; he will say exactly what he thinks.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mince στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mince

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.