Τι σημαίνει το moral στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moral στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moral στο Γαλλικά.

Η λέξη moral στο Γαλλικά σημαίνει ηθικό, φρόνημα, ηθικό, ηθικός, χιούμορ, ηθικός, δεοντολογικός, διάθεση, ηθικός, δεοντολογικός, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, συνείδηση, μαυρίλα, ρίχνω το ηθικό, πεσμένος, ενθάρρυνση, πληγώνω, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, ηθική ακεραιότητα, συνείδηση, ηθική συμπαράσταση, ηθική, χρηστότητα, στέλεχος εταιρείας, ηθικές αρχές, ηθικός πλουραλισμός, shopping therapy, που μου ανεβάζει το ηθικό, δυσθυμία, κακοκεφιά, ανεβάζω τη διάθεση, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, κάνω κάποιον να ευθυμήσει, δίκαιος, σωστός, ζωντανεύω, χαροποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moral

ηθικό, φρόνημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le bon moral des travailleurs est reflété par un niveau de productivité en hausse.
Το ηθικό των εργατών είναι ψηλά και αυτό αντανακλάται στην αυξανόμενη παραγωγικότητα.

ηθικό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le résultat de son examen lui a remonté le moral.
Το ηθικό του πραγματικά ανέβηκε στα ύψη όταν έλαβε τα αποτελέσματα του διαγωνίσματος.

ηθικός

adjectif (éthique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous sommes liés par un contrat moral.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κρατιόμαστε σε υψηλά ηθικά πρότυπα (or: μέτρα ηθικής).

χιούμορ

nom masculin

ηθικός, δεοντολογικός

(problème)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il était de bonne humeur quand il apprit qu'il avait réussi son examen.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε.

ηθικός, δεοντολογικός

adjectif (σωστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Signaler ce que tu as découvert était la seule chose morale à faire.

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate est déprimée depuis qu'elle a raté son examen.

συνείδηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conscience de Chuck l'empêchait de commettre un crime.
Η συνείδηση του Τσακ τον απέτρεψε από το να διαπράξει το έγκλημα.

μαυρίλα

(familier) (αργκό, μτφ: κακή διάθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'arrive pas à me débarrasser de ce cafard qui me tenaille.

ρίχνω το ηθικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Son attitude nous démoralise vraiment.
Η στάση του ρίχνει και το δικό μας ηθικό.

πεσμένος

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Je me sens déprimé aujourd'hui après avoir eu vent de ces mauvaises nouvelles.
Νιώθω πεσμένος σήμερα αφού άκουσα τα κακά νέα.

ενθάρρυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τα καλά ήταν μεγάλη ενθάρρυνση.

πληγώνω

(figuré : émotionnel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les commentaires de Georges ont blessé l'orgueil de Jane.
Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν.

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηθική ακεραιότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνείδηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηθική συμπαράσταση

nom masculin

Mon amie avait rendez-vous avec un oncologue, je l'ai donc accompagnée pour lui apporter un soutien moral. Le père de Bart lui apportait son soutien moral en allant à tous ses matchs de basket-ball.
Ο φίλος μου έπρεπε να δει έναν ειδικό για τον καρκίνο και πήγα μαζί του για ηθική συμπαράσταση. Ο πατέρας του Μπαρτ του παρείχε ηθική συμπαράσταση παρακολουθώντας όλους τους αγώνες μπάσκετ που συμμετείχε.

ηθική, χρηστότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vers l'âge de quatre ans, les enfants commencent à faire preuve de discernement moral.

στέλεχος εταιρείας

nom masculin (Droit)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ηθικές αρχές

nom masculin

ηθικός πλουραλισμός

nom masculin

shopping therapy

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand sa copine l'a largué, Chaz est allé au centre commercial pour faire une cure de shopping.

που μου ανεβάζει το ηθικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυσθυμία, κακοκεφιά

nom masculin (dépression légère)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rien qu'à sa tête, on pouvait voir qu'il avait le moral bas. Quand j'ai le moral bas, j'essaie de ne pas en faire souffrir les autres.
Φαινόταν από την έκφραση στο πρόσωπό του πως ένιωθε κακοκεφιά. Προσπαθώ να μην αφήνω την κακοκεφιά μου να επηρεάζει τους άλλους.

ανεβάζω τη διάθεση

locution verbale

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'a pas le moral depuis que Mary l'a plaqué.

κάνω κάποιον να ευθυμήσει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiens, un peu de glace au chocolat pour te remonter le moral !
Να ένα πιάτο με παγωτό σοκολάτα για να σε κάνω να ευθυμήσεις.

δίκαιος, σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hé ! Frapper sous la ceinture n'est pas très catholique (or: très moral).

ζωντανεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαροποιώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moral στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του moral

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.