Τι σημαίνει το lo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lo στο ισπανικά.

Η λέξη lo στο ισπανικά σημαίνει τον, τον, την, το, σε, υπερβολικά συναισθηματικός, διαθέσιμος, παντογνώστης, προφανώς, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, συνήθως, γενικά, ψηλά, επομένως, συνεπώς, οπότε, εκτός ελέγχου, οπωσδήποτε, γυμνός, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, συγγνώμη, να πάρει!, η φωνή του καθήκοντος, με δική μου πρωτοβουλία, προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα, πάχος, η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι, το να είσαι ευχάριστος, ζεστασιά, πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα, τα ναι και τα όχι, καθ' όλη τη διάρκεια, τα καταφέρνω, κοιτάζω από ψηλά, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, μαντεύω σωστά, ανακαλώ, ασυνήθιστος, σπάνιος, που δεν το άξιζα, στην κορυφή, στην κορφή, Συγγνώμη;, ακαταλληλότητα, ουσία, σε πιάνω, το 'πιασες;, με πιάνεις;, σε, ισοδυναμώ με, ερωτηματικό, κενό, προαναφερθείς, καλά, καλό, το πόσο αφράτο είναι, βάθος, διακύβευμα, για, όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά με, για, ο,τιδήποτε, έτσι έχουν τα πράγματα, δεν κάνει καμία διαφορά, το νωρίτερο, ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός, κατά μήκος, φυσικός, ανεπιτήδευτος, κάτω του φυσιολογικού, εντελώς, απολύτως, άτυπος, που μπορεί να ονομαστεί, ασυνήθιστος, χωρίς εφόδια, ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, κάτω από το μέσο επίπεδο, απόλυτα σωστός, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, πανέτοιμος, σωστός, απολύτως σωστός, όλα το ίδιο, ακατανόητος, χωρίς οικονομική ασφάλεια, σε πλήρη δράση, τσίτσιδος, ολόγυμνος, κύριος,πιο σημαντικός, πιο πρόσφατος, σχεδόν ίδιος, απατηλός, παραπλανητικός, όχι αρκετά καλός, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, ασυνήθιστος, σωστός, ακριβής, κατάλληλος, καλούτσικος, καλούτσικος, πιο πιθανό, πιο πιθανός, πιθανότερος, καλύτερος, πέρα από κάθε φαντασία, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, χωρίς ένδειξη, εκτός ενδείξεως, γυμνός, αυτό που επιφυλάσσει κτ, παραπάνω απ' όσο χρειάζεται, γυμνός, πρόγραμμα επεξεργασίας WYSIWYG, δοκιμασμένος στον χρόνο, που βλέπει τα πάντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lo

τον

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sarah lo acompañó a la estación del ferrocarril.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τον πήγε στον σταθμό των τρένων.

τον, την, το

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Lo trajo a la fiesta.
Το έφερε στο πάρτυ.

σε

(tuteo, voseo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Te quiero.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγαπώ εσένα, όχι τον αδερφό σου.

υπερβολικά συναισθηματικός

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya no quiero esta bolsa de papas fritas: está disponible si alguien la quiere.

παντογνώστης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El cura me dijo que Dios es omnisciente.

προφανώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aparentemente Jonah no fue a la conferencia: nadie lo vio allí.
Ο Τζόνα προφανώς δεν παρακολούθησε το συνέδριο. Κανείς δεν τον είδε εκεί.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Por favor, envía tu respuesta ASAP a la dirección siguiente.

συνήθως, γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La primavera aquí normalmente es fresca con lluvias frecuentes.
Η άνοιξη εδώ είναι συνήθως κρύα με συχνές βροχοπτώσεις.

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El niño sostuvo la cometa arriba y corrió hasta que este remontó.

επομένως, συνεπώς, οπότε

(voz latina)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No tengo más, ergo, no puedo darte nada.

εκτός ελέγχου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El coche parecía desplazarse descontrolado, tomó mal la curva y se salió de la carretera.

οπωσδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al final dejó de usar pijama; ahora duerme desnuda.

ως κανόνας, γενικά, συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Generalmente, los días de semana nos acostamos temprano.

συγγνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Perdón por romper tu lámpara favorita!
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos.

η φωνή του καθήκοντος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Las sirenas aullaron cuando los bomberos respondieron a sus obligaciones.

με δική μου πρωτοβουλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Según su confesión, él no estaba allí aquella noche.

προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι πολύ έξυπνη. Αυτό που τη σώζει είναι η ομορφιά της.

πάχος

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το να είσαι ευχάριστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζεστασιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Pido ir en el asiento de adelante!
Εγώ έχω προλάβει το μπροστινό κάθισμα!

τα ναι και τα όχι

Acá hay una lista de normas para tener peces tropicales.

καθ' όλη τη διάρκεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los aviones aterrizan durante todo el día.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αεροπλάνα προσγειώνονται όλη μέρα (or: όλη την ημέρα).

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En Hollywood, una nominación al Oscar significa que has triunfado.
Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει.

κοιτάζω από ψηλά

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde nuestro cuarto de hotel podíamos otear la plaza.
Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη.

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con la actual crisis económica, a muchas familias les está costando sobrevivir.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunque las circunstancias sean duras, debes resignarte y seguir adelante.

μαντεύω σωστά

Carl pensó que Denise había tomado el dinero, y acertó.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ήξερες ή το βρήκες στην τύχη;

ανακαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El político deseaba poder retractarse del comentario ofensivo hacia las mujeres que había hecho.

ασυνήθιστος, σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν το άξιζα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην κορυφή, στην κορφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me sirvieron una torta con crema y frutillas encima.

Συγγνώμη;

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Perdón, no entendí muy bien lo que dijo.
Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα καλά τι είπατε.

ακαταλληλότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La inoportunidad de tu vestimenta para la expedición hacia la cima de la montaña parece un chiste.

ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La esencia del discurso del político era que serían necesarios más recortes en el gasto.
Η ουσία της ομιλίας του πολιτικού ήταν ότι θα χρειάζονταν περισσότερες περικοπές δαπανών.

σε πιάνω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Entendido, empezaré de inmediato.

το 'πιασες;, με πιάνεις;

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
No quiero volver a ver tu cara por aquí, ¿entendido?
Δεν θέλω να ξαναδώ τα μούτρα σου εδώ γύρω, το 'πιασες (or: με πιάνεις);

σε

(όχι συνολικά)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta canción es popular en toda Europa. // La mutación genética se encuentra en muchas poblaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραγούδι είναι δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη.

ισοδυναμώ με

(είμαι το ίδιο με)

Tanto la difamación oral como la escrita equivalen a lo mismo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα θύματα του σεισμού ανέρχονται στις πέντε χιλιάδες.

ερωτηματικό, κενό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay todavía muchos interrogantes en este caso; no sé si podremos resolverlo algún día.
Υπάρχουν ακόμα πολλά κενά στην υπόθεση· δεν νομίζω να την διαλευκάνουμε ποτέ.

προαναφερθείς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hiciste bien en decirle la verdad al doctor.

καλό

Deberías buscar siempre la bondad que hay en las personas.

το πόσο αφράτο είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάθος

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En las profundidades del bosque, los únicos sonidos eran los pájaros y el viento.

διακύβευμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es mucho lo que está en riesgo en estas elecciones ya que el ganador redactará la constitución.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La cola delante de la taquilla continuaba por kilómetros.

όσον αφορά, σχετικά με, σε ό,τι αφορά, αναφορικά με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sobre tu punto anterior, creo que estamos de acuerdo.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Corrí por tres manzanas antes de alcanzarlo.

ο,τιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Puedes comer cualquier cosa del refrigerador.

έτσι έχουν τα πράγματα

expresión (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quizá no te parezca justo que te hayan rechazado, pero es lo que hay.

δεν κάνει καμία διαφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedo ir a la fiesta o quedarme en casa, me es indiferente.

το νωρίτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Lo más temprano que el doctor puede verlo es la 8.30 de la mañana.

ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
En un día despejado se pueden ver la montaña más lejana desde aquí.

κατά μήκος

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al paciente le hicieron una incisión a lo largo del muslo.

φυσικός, ανεπιτήδευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El maniquí de apariencia natural me engañó por un momento.

κάτω του φυσιολογικού

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντελώς, απολύτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άτυπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να ονομαστεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ασυνήθιστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς εφόδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si no sabes qué escuchar, tengo justo lo que necesitas: este nuevo disco de jazz.

κάτω από το μέσο επίπεδο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El trabajo del alumno estaba por debajo de lo aceptable.

απόλυτα σωστός

(απάντηση)

¿Cómo supiste esa respuesta? ¡Tenías toda la razón! Tenías toda la razón sobre ese tipo, es un raro.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Usaré un procedimiento muy parecido al que usó George para hacer estos cambios.

πανέτοιμος

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Empaqué todo lo que podría necesitar, estoy preparado para lo que venga.

σωστός, απολύτως σωστός

locución adverbial (familiar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me dijiste que me iba a gustar esta película, y estabas absolutamente en lo cierto.

όλα το ίδιο

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No importa qué camino elijas, es lo mismo.
Όποιο δρόμο και να διαλέξεις, όλοι το ίδιο είναι.

ακατανόητος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por qué Janet sigue con un marido infiel no hay quien lo entienda.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Desde que lo echaron del trabajo, ha estado llevando una vida al día.

σε πλήρη δράση

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La fiesta estaba en lo mejor de la noche cuando llegué; todos estaban pasándola genial.

τσίτσιδος, ολόγυμνος

locución adverbial (coloquial) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me quedé impactado cuando vi que todos en la playa estaban como Dios los trajo al mundo.

κύριος,πιο σημαντικός

locución adjetiva (superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo más importante es pagar las facturas que están a punto de vencerse.

πιο πρόσφατος

(superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las botas tipo sandalia son lo más reciente en moda.

σχεδόν ίδιος

locución adjetiva

El profesor se dio cuenta de que los trabajos de los dos estudiantes eran casi iguales y los reprobó a los dos.

απατηλός, παραπλανητικός

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La situación no es lo que parece.

όχι αρκετά καλός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Creí que iba a odiar mi nuevo trabajo, pero es mejor de lo esperado.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viajamos al exterior para ver cosas fuera de lo común.

σωστός, ακριβής, κατάλληλος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo correcto y apropiado es que tú le pidas disculpas a ella.

καλούτσικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλούτσικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο πιθανό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La gente es más propensa a tomar precauciones después de los incendios de la temporada pasada.
Ο κόσμος είναι πιθανότερο να πάρει προφυλάξεις μετά από τις πυρκαγιές της προηγούμενης χρονιάς.

πιο πιθανός, πιθανότερος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La explicación más probable es que tu billetera se haya caído de tu bolsillo.

καλύτερος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un gran futbolista. Pasando balones es lo máximo.

πέρα από κάθε φαντασία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La película nos lleva a conocer mundos inimaginables.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς ένδειξη, εκτός ενδείξεως

locución verbal (uso de un fármaco) (φάρμακο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυμνός

locución adverbial (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτό που επιφυλάσσει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No tenemos ni idea de lo que vendrá en los próximos años.
Δεν έχουμε ιδέα τις μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια.

παραπάνω απ' όσο χρειάζεται

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No golpeó la puerta, así que entró y me encontró como Dios me trajo al mundo.

πρόγραμμα επεξεργασίας WYSIWYG

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δοκιμασμένος στον χρόνο

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που βλέπει τα πάντα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του lo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.