Τι σημαίνει το do with στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης do with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του do with στο Αγγλικά.
Η λέξη do with στο Αγγλικά σημαίνει ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, καθαρίζω, τρώω, θα ήθελα, τα καταφέρνω με ότι έχω, έχω να κάνω με κτ, έχω να κάνω με κτ, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, αφορώ, αρκούμαι σε κπ/κτ, τα βγάζω πέρα με κτ, δεν έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, δεν αφορώ κπ, δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ, δεν έχω καμία σχέση με κτ, δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης do with
ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι απόphrasal verb, transitive, inseparable (slang (eliminate, get rid of) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To improve the overall quality of our milk, we wanted to do away with the use of antibiotics on our cows. Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας. |
καθαρίζω, τρώωphrasal verb, transitive, inseparable (slang (kill, murder) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was a liability to our gang, and we knew sooner or later we would have to do away with him. Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε. |
θα ήθελαverbal expression (informal ([sb]: would like) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I could do with a cup of tea. Would you mind making one? |
τα καταφέρνω με ότι έχωverbal expression (cope, manage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω να κάνω με κτverbal expression (be due to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His success has a lot to do with his father's business connections. Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
έχω να κάνω με κτverbal expression (involve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Commission can investigate matters that have to do with members of police force. |
σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτverbal expression (be related) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Researchers have discovered that much of the risk of having ADHD has to do with genes. Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια. |
αφορώverbal expression (concern) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The last set of questions has to do with you and your household. Η τελευταία ομάδα ερωτήσεων αφορά εσάς και το νοικοκυριό σας. |
αρκούμαι σε κπ/κτverbal expression (informal (content oneself with) The shop had sold out of chocolate ice-cream, so Sally had to make do with vanilla instead. |
τα βγάζω πέρα με κτverbal expression (do [sth] using limited resources) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You'll have to make do with what you can carry with you. |
δεν έχω καμία σχέση μεverbal expression (be unrelated to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Baking a cake does not have anything to do with repairing a car. Being smart doesn't have anything to do with being strong. |
δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις μεverbal expression (avoid contact with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Since she stole my earings, I do not have anything to do with her anymore. I'll not have anything to do with my ex-wife's new husband. |
δεν αφορώ κπverbal expression (not concern [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stop listening in to our conversation; this is nothing to do with you. Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά! |
δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπverbal expression (be unrelated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You would think that volcanoes have nothing to do with the weather, but they do. My bad mood today has nothing to do with the weather. |
δεν έχω καμία σχέση με κτverbal expression (not get involved) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll have nothing to do with your plan to steal gold from Fort Knox. |
δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπverbal expression (not associate with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I've had nothing to do with my ex-husband since our divorce. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του do with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του do with
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.