Τι σημαίνει το fitter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fitter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fitter στο Αγγλικά.

Η λέξη fitter στο Αγγλικά σημαίνει σε καλύτερη φόρμα, εφαρμοστής, εφαρμόστρια, κάνω σε κπ, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, χωράω σε κτ, σε καλή φόρμα, κατάλληλος, ικανός, κατάλληλος, κατάλληλος, κατάλληλος, έτοιμος, κρίση, κρίση, εφαρμογή, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, φτιάχνω, προετοιμάζω, επιπλώνω, μηχανικός που κατασκευάζει και συναρμολογεί, βοηθός μηχανικού, τεχνίτης που εγκαθιστά τα έπιπλα κουζίνας, τεχνικός που εγκαθιστά σωληνώσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fitter

σε καλύτερη φόρμα

adjective (in better physical shape)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frank is fitter than Jimmy; he can run a mile in six minutes.

εφαρμοστής, εφαρμόστρια

noun (person who installs [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The fitter came in to install the new bathtub.

κάνω σε κπ

transitive verb (clothing: be correct size for [sb])

Does this shirt fit you, or is it too big?
Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο;

μου κάνει, μου χωράει

intransitive verb (clothing: be correct size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My shoes don't fit any more.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

χωράω

intransitive verb (have correct dimensions) (διαστάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That table does not fit in the small room.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

χωράω σε κτ

(have correct dimensions)

That table does not fit in the small room.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

σε καλή φόρμα

adjective ([sb]: in good shape)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She goes to the gym every day and is very fit.
Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα.

κατάλληλος

adjective (competent) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's not fit for the job.
Δεν κάνει για τη δουλειά.

ικανός

adjective (competent) (να κάνω κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amy wants to prove to her boss that she is fit to take on more responsibility.
Η Έιμι θέλει να αποδείξει στο αφεντικό της ότι είναι ικανή να αναλάβει περισσότερες ευθύνες.

κατάλληλος

(suitable) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This meal is fit for a king.
Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες.

κατάλληλος

(suitable) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The meat is fit for use as animal food.
Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή.

κατάλληλος

adjective (opportune)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is no fit time to ask such questions.

έτοιμος

(ready)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These old boots are fit for the rubbish bin.

κρίση

noun (acute attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He suffers from fits, periodically.

κρίση

noun (spell, onset)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a bad fit of coughing.

εφαρμογή

noun (how well [sth] fits)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't like the fit of that dress.
Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος.

ταιριάζω

noun ([sth] that fits)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That dress is a good fit.

ταιριάζω

noun (figurative (match)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is a good fit with this organization.

ταιριάζω

intransitive verb (be proper)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When speaking to dignitaries, it's important that your manners fit.

ταιριάζω

(be proper) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her elegant behaviour fit perfectly with the diplomatic corps.

ταιριάζω

transitive verb (be suitable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Does this suitcase fit your needs?

φτιάχνω

transitive verb (adjust) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We'll fit your jacket as soon as the tailor is available.

προετοιμάζω

transitive verb (prepare) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Experience will fit you for the job.

επιπλώνω

transitive verb (often passive (furnish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're having their kitchen fitted.

μηχανικός που κατασκευάζει και συναρμολογεί

noun (type of machinist)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βοηθός μηχανικού

noun (UK (mechanic's assistant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τεχνίτης που εγκαθιστά τα έπιπλα κουζίνας

noun ([sb] who installs kitchen furniture)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We've got all the materials for the new kitchen; we're just waiting for the kitchen fitter to come and install everything.

τεχνικός που εγκαθιστά σωληνώσεις

noun ([sb] who installs pipes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fitter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fitter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.