Τι σημαίνει το fancy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fancy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fancy στο Αγγλικά.

Η λέξη fancy στο Αγγλικά σημαίνει φανταχτερός, καλός, καλός, μεγάλος, φαντασία, όρεξη, διάθεση, επιθυμία, θέλω, θέλω, μου αρέσει, άκου να δεις!, προτίμηση, παστάκι, οι φίλαθλοι, οι οπαδοί, φαντάζομαι, φαντάζομαι, πάρτυ μεταμφιεσμένων, επίσημο ένδυμα, στολή, ανέμελος, ξέγνοιαστος, αποκύημα της φαντασίας, ιδιοτροπία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fancy

φανταχτερός

adjective (elaborately decorative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her dress had a fancy collar.
Το φουστάνι της είχε φανταχτερό γιακά.

καλός

adjective (expensive, high quality) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When Jessica got rich, she started eating at fancy restaurants.
Όταν πλούτισε, η Τζέσικα άρχισε να τρώει σε καλά εστιατόρια.

καλός

adjective (informal (elaborate) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I normally eat simple meals when I'm on my own, but I like to make something fancy when I have guests.

μεγάλος

adjective (informal (superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He had some very fancy ideas about himself.
Είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

φαντασία

noun (imagination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He would paint whatever caught his fancy.
Ζωγραφίζει ό,τι του εξάπτει τη φαντασία.

όρεξη, διάθεση, επιθυμία

noun (UK (whim)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was seized by a sudden fancy to go swimming, so he took the day off work.
Ξαφνικά, του έκανε κέφι να πάει στη θάλασσα κι έτσι πήρε ρεπό από τη δουλειά.

θέλω

transitive verb (UK, informal (like, want)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you fancy a round of golf this afternoon?
Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα;

θέλω

transitive verb (UK, informal (like, want) (να κάνω κάτι τώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fancy going out for a meal this evening.
Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ.

μου αρέσει

transitive verb (UK, slang (be attracted to [sb])

Mick admitted that he fancied Laura.
Ο Μικ παραδέχτηκε ότι του αρέσει η Λάουρα.

άκου να δεις!

interjection (dated (expressing amazement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προτίμηση

noun (UK (liking) (σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had a fancy for fast cars.
Είχε προτίμηση για γρήγορα αμάξια.

παστάκι

noun (UK (cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She put out a tray of iced fancies for us.

οι φίλαθλοι, οι οπαδοί

noun (archaic (people following a sport)

φαντάζομαι

transitive verb (UK (imagine) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fancied that we would win the sweepstake.
Φαντάστηκε ότι θα κερδίζαμε στη λοταρία.

φαντάζομαι

transitive verb (UK, slang (imagine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In his dreams, Kyle fancied what life must be like as a millionaire footballer.

πάρτυ μεταμφιεσμένων

noun (US (costumed ball)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children often dress up at Halloween for costume parties.
Τα παιδιά ντύνονται στη γιορτή του Halloween και πηγαίνουν σε πάρτυ μεταμφιεσμένων.

επίσημο ένδυμα

noun (US (formal or evening clothes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The invitation states we should wear fancy dress, so I'll need to buy a new suit.

στολή

noun (UK (costume, disguise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marco turned up to the party in a Superman outfit, because he thought he was supposed to wear fancy dress.
Ο Μάρκο εμφανίστηκε στο πάρτι ντυμένος σούπερμαν, επειδή νόμιζε ότι έπρεπε να φορέσει στολή.

ανέμελος, ξέγνοιαστος

adjective (no commitments, carefree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποκύημα της φαντασίας

noun (often plural (far-fetched imaginings)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The scientist had flights of fancy about the benefits of his new drug.

ιδιοτροπία

noun (whim, fleeting desire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Airplanes were just a passing fancy for him, now it is dinosaurs.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fancy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fancy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.