Τι σημαίνει το feature στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης feature στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feature στο Αγγλικά.

Η λέξη feature στο Αγγλικά σημαίνει χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικά, πόλος έλξης, λειτουργία, προβάλλω, προβάλλω, παρουσιάζομαι, δείχνω, παρουσιάζω, γνωστός, ταινία μεγάλου μήκους, αφιέρωμα, φαντάζομαι το εαυτό μου, έχω σημαντική θέση, έχω, καλύτερο χαρακτηριστικό, καλύτερο χαρακτηριστικό, κλινικό σύμπτωμα, χαρακτηριστικό γνώρισμα, διπλή προβολή, ταινία, κύριο άρθρο, μεγάλου μήκους, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, κυρίως ταινία, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, λειτουργία μόνο για μέλη, πάγιο χαρακτηριστικό, ελαφρυντικό, χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας, τεχνικό χαρακτηριστικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης feature

χαρακτηριστικό

noun (characteristic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My favorite feature of this leather is its smooth texture.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένα γνώρισμα των παπαγάλων είναι η φωνή τους.

χαρακτηριστικά

plural noun (facial characteristics) (εμφάνιση, πρόσωπο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She has perfect features.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι τέλεια.

πόλος έλξης

noun (special attraction)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A huge movie theater is the main feature of the new mall.
Ο κύριος πόλος έλξης του νέου εμπορικού κέντρου είναι ένας τεράστιος κινηματογράφος.

λειτουργία

noun (device, software: option)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I find my smartphone's autocorrect a really annoying feature.
Βρίσκω τη λειτουργία αυτόματης διόρθωσης του κινητού μου πολύ ενοχλητική.

προβάλλω

transitive verb (give prominence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The newspaper featured her on the front page.
Το περιοδικό την πρόβαλε στην πρώτη σελίδα.

προβάλλω

transitive verb (give prominence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The magazine is featuring Britain's top 10 restaurants in its July issue.
Το περιοδικό παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα εστιατόρια της Βρετανίας στο τεύχος του Ιουλίου.

παρουσιάζομαι

transitive verb (include as actor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The movie features Johnny Depp as a vampire.
Η ταινία παρουσιάζει τον Τζόνι Ντεπ ως βρυκόλακα.

δείχνω, παρουσιάζω

transitive verb (include, show [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new model of this computer features more memory and a faster processor.
Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή.

γνωστός

noun (known person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a feature of the local Jazz scene.
Είναι γνωστός στην τοπική σκηνή τζαζ.

ταινία μεγάλου μήκους

noun (cinema: full-length film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The main feature starts at eight o'clock.
Η ταινία αρχίζει στις οκτώ.

αφιέρωμα

noun (journalism: major article)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're publishing a feature on the homeless.
Θα δημοσιεύσουμε ένα αφιέρωμα στους άστεγους.

φαντάζομαι το εαυτό μου

verbal expression (US, slang (imagine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Just feature yourself on a beautiful, sandy beach!
Απλά φαντάσου πως είσαι σε μια ωραία, αμμώδη παραλία!

έχω σημαντική θέση

(play significant part)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This theme features prominently in Mr. Gold's newest book.
Αυτό το θέμα έχει εξέχουσα θέση (or: κατέχει εξέχουσα θέση) στο τελευταίο βιβλίο της κ. Γκολντ.

έχω

transitive verb (characteristic: have)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most Norman churches feature a tall steeple.
Οι περισσότερες νορμανδικές εκκλησίες έχουν συνήθως κωδωνοστάσιο.

καλύτερο χαρακτηριστικό

noun (person: attractive trait) (άνθρωπος)

καλύτερο χαρακτηριστικό

noun (property: desirable part) (αντικείμενο)

κλινικό σύμπτωμα

noun (symptom)

Hallucinations are a clinical feature of schizophrenia.

χαρακτηριστικό γνώρισμα

noun (distinguishing characteristic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jimmy's most distinctive feature is his enormous nose.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Τζίμι είναι η τεράστια μύτη του.

διπλή προβολή

noun (presentation: two films) (κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't remember the last time I saw a double bill at a cinema.

ταινία

noun (full-length movie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At the movie theater there are usually commercials and previews before the feature film.

κύριο άρθρο

noun (article in magazine, newspaper)

μεγάλου μήκους

adjective (film: full-length) (για ταινία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her debut as a director was a feature-length comedy about life in the city.

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

noun (most important characteristic)

A key feature of the new system will be an entirely comprehensive database, accessible to all.

κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

noun (newspaper: most prominent article)

The main feature in today's Times is an article on rising crime.

κυρίως ταινία

noun (cinema programme: main movie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I was young, cinemas used to play short films before the main feature.

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

noun (often plural (distinguishing mark, characteristic)

The main feature of this website is to provide knowledge about words.

λειτουργία μόνο για μέλη

noun ([sth] for subscribers only)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Member features include complete access to all resources.

πάγιο χαρακτηριστικό

noun ([sth] which will remain unchanged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A permanent feature of our new building will be the "statue garden" adjoining the main entrance.

ελαφρυντικό

noun (quality: compensates for [sth])

She's a thoroughly unpleasant person, with no redeeming features.

χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας

noun ([sth] designed to prevent injury)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Adding handrails to the external steps of the courthouse was an important safety feature of the renovations.

τεχνικό χαρακτηριστικό

noun (function or specification of equipment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feature στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του feature

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.