Τι σημαίνει το forma στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης forma στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forma στο ισπανικά.
Η λέξη forma στο ισπανικά σημαίνει τρόπος, σχήμα, σχήμα, τρόπος, τρόπος, φόρμα, σχήμα, βάση, μορφή, δικαιολογώ, μορφή, μορφή, σύμβαση, μορφή, μορφή, φόρμα, φόρμα, ύφος, τάση, τρόπος, τρόπος, τρόπος, όψη, εικόνα, σχηματίζω, σχηματίζω, διαμορφώνω, σχηματίζω, παρατάσσω, συντάσσω, δομώ, αποτελώ, παράγω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, αναθρέφω, ανατρέφω, διαπλάθω, διαμορφώνω, τρόπος, κυρτός, καμπυλωτός, άμορφος, ασχημάτιστος, δικτυοειδής, άμορφος, αδιαμόρφωτος, κωνικός, διθυραμβικός, σταυρόμορφος, όπως, ανατριχιαστικά, τρομακτικά, παραδόξως, περιέργως, ζωτικά, ουσιαστικά, καίρια, με ευφράδεια, ευγλωττία, εκλεπτυσμένα, απειλητικά, θανάσιμα, ικανοποιητικά, ανησυχητικά, περιστασιακά, επίτηδες, υγιεινά, διαπεραστικά, ευχάριστα, αποκρουστικά, αηδιαστικά, χυδαία, αξιόπιστα, καταστροφικά, αυστηρά, σοβαρά, μονότονα, καλά, συγχρόνως, ταυτόχρονα, παρασιτοκτόνο για σαλιγκάρια, στραβά, χοροπηδάω, διαπλαστικός, με μορφή κανόνα, κεφαλωτός, πρωτότυπα, πρόχειρα, εκφραστικά, άθλια, πρακτικά, υπερβολικά, πεντακάθαρα, συγχρόνως, ταυτόχρονα, γραφή, σχέδιο σκακιέρας, σφιχτός, δυσάρεστα, άσχημα, συγχρόνως, ομιλία, δίνω σχήμα, διαπλάθω, διαπαιδαγωγώ, ωοειδής, καμπάνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης forma
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hay más de una forma de hacer una taza de té. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι. |
σχήμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El caramelo tenía forma de huevo. Το γλυκό είχε σχήμα αυγού. |
σχήμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los niños estaban aprendiendo a dibujar formas simples como triángulos y cuadrados. Τα παιδιά μάθαιναν να σχεδιάζουν απλά σχήματα όπως τρίγωνα και τετράγωνα. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ésta es la forma de hacerlo. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La forma de acelerar el proyecto es incorporando personal. Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό. |
φόρμαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está en buena forma porque corre y va al gimnasio. Ναι, είναι σε καλή φόρμα (or: φυσική κατάσταση), επειδή κάνει τζόκινγκ και πηγαίνει στο γυμναστήριο. |
σχήμαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las sillas parecían iguales en forma y color. Οι καρέκλες έμοιαζαν να έχουν ίδια μορφή και χρώμα. |
βάσηnombre femenino (συχνότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los perros deben ser sacados a caminar de forma regular. Τα σκυλιά πρέπει να πάνε βόλτα σε τακτική βάση. |
μορφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Podía divisar su forma detrás de la cortina. Μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα της πίσω από την κουρτίνα. |
δικαιολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las notas de Dan hicieron que tomara forma la decisión de su padre de castigarle hasta que pusiera su vida en orden. Οι βαθμοί του Νταν δικαιολόγησαν την απόφαση του πατέρα του να τον τιμωρήσει μέχρι να βάλει μια τάξη στην ζωή του. |
μορφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El hielo es agua en forma congelada. Ο πάγος είναι νερό σε παγωμένη μορφή. |
μορφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿De qué forma vamos a entrenar? Τι μορφή θα πάρει η εκπαίδευση; |
σύμβαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era un excéntrico que no quería adaptarse a las formas de su cultura. |
μορφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El artista no se preocupaba del color, sólo de la forma. |
μορφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me gusta la forma del poema, pero no tiene fondo. |
φόρμαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El jersey perderá su forma si se moja. |
φόρμαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está en buena forma para el partido. |
ύφοςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Me gusta escribir de forma coloquial. |
τάση(forma de pensar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La poesía de los adolescentes a veces tiene una forma (or: manera) egoísta. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La manera lenta y precavida de conducir de Karen molesta a otros conductores. Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A Bob lo burlaban por su modo de hablar. Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Actuaba de una manera extraña. Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο. |
όψη, εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Formas el plural agregando una "s". |
σχηματίζω, διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leanne siempre forma sus propios juicios muy rápidamente. Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα. |
σχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Formaron un sindicato. |
παρατάσσω, συντάσσωverbo transitivo (tropas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El general formó a sus tropas en anticipación a la batalla. |
δομώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los estudiantes aprendieron a construir oraciones efectivas. |
αποτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El reparto estaba constituido por principiantes. Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες. |
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fábrica produce 20.000 cepillos de dientes por día. |
κάνω, προκαλώ, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los perros hicieron un gran barullo en la calle. Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο. |
αναθρέφω, ανατρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los padres de Nelly la criaron para ser una dama. Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία. |
διαπλάθω, διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fue el tiempo en la escuela en el extranjero el que moldeó su carácter. Ήταν η περίοδος στο οικοτροφείο που διαμόρφωσε το χαρακτήρα του. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Enséñame la forma en que amasas la masa. Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι. |
κυρτός, καμπυλωτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άμορφος, ασχημάτιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El jersey estaba deforme y me irritaba la piel. |
δικτυοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άμορφος, αδιαμόρφωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κωνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los astronautas regresaron sanos a la Tierra en su cápsula cónica. Οι αστροναύτες επέστρεψαν σώοι στη γη μέσα στην κωνική κάψουλά τους. |
διθυραμβικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταυρόμορφος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όπως(με ό,τι τρόπο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes hacerlo como quieras. ¡Sólo hazlo! Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το! |
ανατριχιαστικά, τρομακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los pasillos de la oscura biblioteca oscura estaban siniestramente tranquilos. |
παραδόξως, περιέργως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El hombre caminaba extrañamente, como si le doliera muchísimo el pie. |
ζωτικά, ουσιαστικά, καίρια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με ευφράδεια, ευγλωττία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La arquitectura del Taj Mahal está expresivamente descrita en este libro. |
εκλεπτυσμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las puertas pesadas de madera estaban exquisitamente grabadas con motivos religiosos. |
απειλητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "No me desafíes", dijo el padre amenazadoramente. |
θανάσιμα(κυριολεκτικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ικανοποιητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El equipo de béisbol rindió satisfatoriamente, pero necesita más práctica. |
ανησυχητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hay un número preocupantemente alto de accidentes en esta carretera. |
περιστασιακά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Carlos trabajó interrumpidamente en la fábrica de telas por cinco años. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Γιαν πηγαίνει περιστασιακά στο γυμναστήριο τους τελευταίους έξι μήνες. |
επίτηδες(formal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Perdón, no lo hice deliberadamente. Συγγνώμη! Δεν το έκανα επίτηδες. |
υγιεινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαπεραστικά(sonido) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ευχάριστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αποκρουστικά, αηδιαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La mejilla del hombre estaba asquerosamente hinchada por un absceso dental. |
χυδαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) María reaccionó obscenamente cuando el mesero se equivocó con su orden. |
αξιόπιστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καταστροφικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El salto de Franz Reichelt desde la Torre Eiffel usando un paracaídas casero terminó desastrosamente. |
αυστηρά, σοβαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μονότονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συγχρόνως, ταυτόχρονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρασιτοκτόνο για σαλιγκάρια
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στραβά(καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χοροπηδάω(de forma inquieta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαπλαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En alfarería, el proceso formativo puede llevar horas. |
με μορφή κανόνα(μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κεφαλωτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωτότυπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Interpretó la conocida canción muy originalmente. Ερμήνευσε το γνωστό τραγούδι πολύ πρωτότυπα. |
πρόχειρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκφραστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El pequeño niño gesticuló expresivamente para indicar que quería una galleta. |
άθλια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El hombre de la foto no podía, factiblemente, ser Pablo, él no estaba ese día en el pueblo. |
υπερβολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πεντακάθαρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συγχρόνως, ταυτόχρονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γραφή(de escritura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su estilo es claro y conciso. Το γράψιμό της ήταν ξεκάθαρο και μεστό. |
σχέδιο σκακιέρας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σφιχτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hace ejercicio regularmente para mantener sus músculos firmes. Γυμνάζεται τακτικά για να κρατάει τους μύες της σφιχτούς. |
δυσάρεστα, άσχημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nunca me volví a acercar a él después de que me habló tan desagradablemente. |
συγχρόνως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El habla de la mayoría de los jóvenes contiene jerga. Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό. |
δίνω σχήμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los niños moldearon la arcilla en dinosaurios. Τα παιδιά έπλασαν δεινοσαύρους με τον πηλό τους. |
διαπλάθω, διαπαιδαγωγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los profesores son responsables de moldear las mentes jóvenes. Οι δάσκαλοι είναι υπεύθυνοι για να διαπαιδαγωγούν τα νεαρά μυαλά. |
ωοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καμπάνα
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forma στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του forma
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.