Τι σημαίνει το mal στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mal στο ισπανικά.

Η λέξη mal στο ισπανικά σημαίνει άσχημα, κακά, άσχημα, κακά, άσχημα, κακός, αδέξιος, ανίκανος, κακός, κακός, άσχημος, ενοχλητικός, άσχημα, άρρωστος, σοβαρά, άσχημα, αδιάθετος, άσχημα, λάθος, κακό, παρ-, δυσ-, στραβά, στραβά, κακό, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, λάθος, άρρωστος, αδιάθετος, στραβά, λάθος, άσχημα, άσχημος, κακός, -, λανθασμένος, κακός, χάλια, έτοιμος να σπάσω, λάθος, άσχημα, κακό, κακό, κακός, άδικος, ασθενικός, ανακριβώς, εσφαλμένα, ασθένεια, πάθηση, νόσος, κακός, κακός, επιβλαβής, βλαβερός, κακός, κακός, λανθασμένος, κακός, άσχημος, κακός, κακός, ανεπαρκής, χαλασμένος, κακός, άσχημος, κακός, κακός, ατιμωτικός, κακός, που πάει στραβά, που δεν πάει καλά, κακός, σατανικός, φαρμακερός, κατακρεουργημένος, μη ισορροπημένος, κακός, της κακιάς ώρας, άχρηστος, ανειλικρινής, ανέντιμος, απαίσιος, άθλιος, κακός, άρρωστος, κουτσός, κακός, κακός, εκτός, κακός, αρνητικός, κακός, κακός, κακιά, σαχλός, άρρωστος, ανίκανος, άρρωστος, δυσοίωνος, που κάνει λάθος, ετοιμόρροπος, γκρινιάρικος, γκρινιάρης, αταίριαστος, άχαρος, άκομψος, κακόγουστος, προσβλητικός, στρίγκλα, μέγαιρα, δυσάρεστος, κακοφτιαγμένος, νευριασμένος, θυμωμένος, εκνευρισμένος, κακόγουστος, κατσούφης, γκρινιάρης, που γίνεται αποδέκτης, κακομαθημένος, δύστροπος, κακότροπος, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, βιαστικός, δυσοίωνα, κακόγουστα, ακαλαίσθητα, κατάρα, εφιάλτης, δυσλειτουργία, κατάρα, αισχρότητα, χυδαιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mal

άσχημα, κακά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siento que las cosas hayan terminado tan mal para ti.
Λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα για σένα.

άσχημα, κακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Toco el piano muy mal.
Παίζω πιάνο πολύ άσχημα.

άσχημα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los niños se portan mal cuando están muy cansados.
Τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα όταν είναι κατάκοπα.

κακός, αδέξιος, ανίκανος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un mal trabajador, y cualquier cosa que arreglaba pronto volvía a estropearse.
Ήταν ανίκανος εργάτης και οτιδήποτε επιδιόρθωνε ξαναχαλούσε σύντομα.

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La costa oeste es conocida por su mal tiempo.

κακός, άσχημος, ενοχλητικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había un mal olor que salía del cubo de basura.

άσχημα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ray se sintió mal por el accidente que había causado.

άρρωστος

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se ha sentido malo toda la semana
Αισθάνεται αδιάθετη όλη τη βδομάδα.

σοβαρά, άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está muy enamorado.

αδιάθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny se sentía mal y salió del trabajo antes de lo normal.

άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No fui a trabajar hoy ya que me sentía mal.
Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα επειδή ένιωθα αδιάθετος.

λάθος

adverbio

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
El detective supo inmediatamente que algo iba mal.
Ο αστυνομικός αμέσως κατάλαβε πως κάτι ήταν λάθος.

κακό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchas personas devotas creen en los conceptos del bien y el mal.
Πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι πιστεύουν στις έννοιες του καλού και του κακού.

παρ-

La información de malinterpretó.

δυσ-

prefijo

Por ejemplo: malicioso, malformado.

στραβά

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στραβά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi plan de decirle a Diane que la amaba terminó mal cuando apareció su madre de golpe.

κακό

nombre masculino

El pastor advirtió a su congregación sobre los poderes del mal.
Ο ιεροκήρυκας προειδοποίησε το ποίμνιό του ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

πρόβλημα, δεινό, βάσανο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El poeta triste tenía mal de espíritu.

λάθος

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La mayoría de la gente piensa que robar está mal.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι το να κλέβεις είναι λάθος.

άρρωστος, αδιάθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στραβά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le quise hacer un cumplido a Julie, pero se lo tomó mal.
Προσπάθησα να κάνω ένα κομπλιμέντο στην Τζούλι, αλλά το πήρε στραβά.

λάθος

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Has escrito mal esa palabra.
Έγραψες αυτήν τη λέξη λανθασμένα.

άσχημα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sean tendía a hablar mal de sus vecinos.
Ο Σον είχε την τάση να μιλάει άσχημα για τους γείτονές του.

άσχημος, κακός

(clima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prefiero quedarme en casa que manejar a cualquier lado con este mal tiempo.
Προτιμώ να μένω μέσα παρά να οδηγώ οπουδήποτε με αυτόν τον άθλιο καιρό.

-

adverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estás muy callado hoy, me doy cuenta de que algo anda mal.
Είσαι πολύ ήσυχος σήμερα. Το καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά.

λανθασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sus cálculos estaban mal por cien unidades. No sé qué hiciste, pero se ve mal.
Δεν είμαι σίγουρη τι κάνεις εδώ, αλλά μου φαίνεται λάθος.

κακός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mostró su mal genio cuando le dieron las malas noticias.
Έδειξε την κακή του διάθεση όταν του είπαν τα κακά νέα.

χάλια

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fiona se sentía mal por romper con Charles, pero ya no lo amaba.

έτοιμος να σπάσω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bebí demasiado anoche y hoy me siento un poco mal.

λάθος

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se comporta mal. Debería tener más respeto por sí misma.

άσχημα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El hombre usaba ropa que le quedaba mal.

κακό

nombre masculino

Sé la diferencia entre el bien y el mal.

κακό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Escogió el menor de los dos males.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι πολίτες υπέφεραν πολλά δεινά, κατά τη διάρκεια της κρίσης.

κακός, άδικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Para nada! ¡Lo que estás diciendo es malo, tío!

ασθενικός

(síntoma)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Βρήκα το ασθενικό του χρώμα κάπως ανησυχητικό.

ανακριβώς, εσφαλμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El estudiante respondió a la pregunta incorrectamente.

ασθένεια, πάθηση, νόσος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La abuela de Kelly padece una enfermedad desconocida.
Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια).

κακός

adjetivo (κακής ποιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La recepción del televisor era mala.
Το σήμα της τηλεόρασης ήταν κακό.

κακός, επιβλαβής, βλαβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fumar es malo para tu salud.
Το κάπνισμα είναι βλαβερό για σένα.

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En las películas, el chico malo generalmente pierde.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η μάγισσα του παραμυθιού ήταν μια κακιά γυναίκα.

κακός, λανθασμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu pronunciación es mala, necesitas practicar.
Η προφορά σου είναι κακή. Πρέπει να εξασκηθείς.

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El crítico escribió una mala reseña sobre la presentación.
Ο κριτικός έγραψε μια κακή κριτική για την παράσταση.

άσχημος, κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me temo que tengo malas noticias para ti.
Φοβάμαι ότι σου έχω άσχημα (or: κακά) νέα.

κακός, ανεπαρκής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su vista iba empeorando dado que regularmente leía con mala iluminación.
Η όρασή του χειροτέρεψε αφού διάβαζε συχνά με κακό φωτισμό.

χαλασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Creo que esas manzanas están malas. Hace un mes que están allí.

κακός, άσχημος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había mala relación entre ellos.

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tuvo la viruela de niña y por eso tiene un mal cutis.

κακός, ατιμωτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo despidieron y daban malas referencias de él.

κακός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
A los malos les espera el infierno.

που πάει στραβά, που δεν πάει καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uno sabe que ha pasado algo malo cuando Cathy no ha publicado una selfie durante tres días.

κακός, σατανικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mayoría está de acuerdo en que Hitler era malo.
Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο Χίτλερ ήταν κακός (or: σατανικός).

φαρμακερός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατακρεουργημένος

adjetivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El actor norteamericano interpretó el papel con un mal acento británico.

μη ισορροπημένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El maestro la castigó por su mal comportamiento.
Ο δάσκαλος την τιμώρησε για την κακή συμπεριφορά της.

της κακιάς ώρας

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estoy cansado de escuchar las malas ideas de Bill: nunca sirven de nada.

ανειλικρινής, ανέντιμος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαίσιος, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una mala madre.
Είναι απαίσια μητέρα.

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Morris está de mal humor; ¿qué le dijiste para irritarlo así?

άρρωστος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carl camina despacio a causa de su rodilla mala.
Ο Καρλ περπατάει αργά επειδή το γόνατό του είναι σακατεμένο.

κουτσός

(πόδι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No puede correr hasta que su pierna mala se cure.
Δεν μπορεί να τρέξει μέχρι να γίνει καλά το κουτσό του πόδι.

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una mala imitación de una obra de arte.
Είναι μια κακή απομίμηση ενός έργου τέχνης.

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hemos tenido muy mala suerte.

εκτός

adjetivo (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comparado con su estilo habitual, su interpretación fue muy mala en el recital de anoche.

κακός, αρνητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tormenta de granizo en medio del verano fue interpretada por los supersticiosos como un mal presagio.

κακός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ciudad tiene mala reputación, pero en realidad es muy linda.

κακός, κακιά

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
John interpretó el papel del malo de la obra, así que tenía que gritar mucho.

σαχλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aunque la novia eligió palabras trilladas en el brindis, todos los invitados se conmovieron.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα ανέκδοτα του θείου μου είναι σαχλά, αλλά γελάμε ούτως ή άλλως.

άρρωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan estaba tan enfermo que necesitaba ir al hospital.
Ο Νταν ήταν τόσο άρρωστος που χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο.

ανίκανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nunca esperé ser tan inepto haciendo artesanías manuales.
Δεν το περίμενα ότι θα ήμουνα τόσο κακός στη χειροτεχνία.

άρρωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él tiene el corazón enfermo.

δυσοίωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esas nubes se ven bastante amenazantes; creo que va a haber una tormenta.
Αυτά τα σύννεφα φαίνονται ιδιαίτερα απειλητικά. Νομίζω ότι έρχεται καταιγίδα.

που κάνει λάθος

(άνθρωπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estás equivocado si crees que pasará por alto un insulto como ese.
Απατάσαι αν νομίζεις ότι θα παραβλέψει μια τέτοια προσβολή.

ετοιμόρροπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay muchas casas derruidas a lo largo de la playa.

γκρινιάρικος, γκρινιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amanda es una persona malhumorada, pero tiene un buen corazón.

αταίριαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχαρος, άκομψος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ojalá mi madre no usara ropa tan vieja y desaliñada.

κακόγουστος, προσβλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Thomas le parecieron desagradables las fotos de desnudos.

στρίγκλα, μέγαιρα

(προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mujer de Samuel es muy gruñona; siempre le dice lo que tiene que hacer.

δυσάρεστος

(μυρωδιά, γεύση, όψη κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακοφτιαγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νευριασμένος, θυμωμένος, εκνευρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κακόγουστος

(AR, coloqial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατσούφης, γκρινιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El profesor de piano de Darla es un viejo malhumorado.
Ο δάσκαλος του πιάνου της Ντάρλα είναι ένας γκρινιάρης γέρος.

που γίνεται αποδέκτης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακομαθημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δύστροπος, κακότροπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(ser)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A Parker le va bien ahora, pero cuando era niño su familia era pobre.
Ο Πάρκερ είναι τώρα επιτυχημένος, αλλά όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση.

βιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυσοίωνα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las nubes se volvieron ominosamente negras, indicando que venía una tormenta severa.

κακόγουστα, ακαλαίσθητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Algunos acusaron al comediante de comportarse groseramente.

κατάρα

(η ευχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maldición de la bruja le ha traído muy mala suerte a Seth.

εφιάλτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Richard tuvo una pesadilla terrible anoche.
Ο Ρίτσαρντ είχε ένα φρικτό εφιάλτη χτες τη νύχτα.

δυσλειτουργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Llevé el auto al taller porque tenía un fallo eléctrico.
Πήγα το αμάξι μέσα γιατί είχε μια δυσλειτουργία στα ηλεκτρικά.

κατάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El maleficio del brujo causó una serie de desgracias en el pueblo.

αισχρότητα, χυδαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του mal

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.