Τι σημαίνει το hand in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hand in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hand in στο Αγγλικά.

Η λέξη hand in στο Αγγλικά σημαίνει παραδίδω, παραδίνω, καταδίδω, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, στενά, συνεργάζομαι στενά, συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ, χέρι-χέρι, χέρι-χέρι, χέρι-χέρι, σε στενή συνεργασία, συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω στο να γίνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hand in

παραδίδω, παραδίνω

phrasal verb, transitive, separable (submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students handed in their assignments to the teacher.
Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.

καταδίδω

phrasal verb, transitive, separable (informal (turn in: to police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the teenager's parents found out he was selling drugs, they handed him in to the police.
Όταν οι γονείς του εφήβου ανακάλυψαν ότι πουλούσε ναρκωτικά, τον κατέδωσαν στην αστυνομία.

είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος

verbal expression (figurative (belong together)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For many people, smoking and drinking go hand in hand.
Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό.

στενά

expression (figurative (in partnership)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The mayor and the contractor were working hand in glove to get the project approved.
Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο.

συνεργάζομαι στενά

adjective (figurative (in partnership)

The government and the tech giants are hand in glove when it comes to the issue of privacy infringement.

συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ

(figurative (in partnership)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Organized crime bosses worked hand in glove with the construction industry.

χέρι-χέρι

adverb (holding hands)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The girls were best friends and could often be seen walking hand in hand.
Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι.

χέρι-χέρι

adjective (holding hands) (κυριολεκτικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hand in hand, the protesters stormed the palace.
Χέρι-χέρι οι διαμαρτυρόμενοι εξόρμησαν στο παλάτι.

χέρι-χέρι

adverb (figurative (together) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Poverty and social unrest usually go hand in hand.
Η φτώχεια και η κοινωνική αναταραχή συνήθως πηγαίνουν μαζί (or: χέρι-χέρι).

σε στενή συνεργασία

adverb (figurative (in close collaboration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two employees worked hand in hand to see the project through to the end.
Οι δύο υπάλληλοι είχαν στενή συνεργασία για να φτάσουν την εργασία μέχρι το τέλος.

συμμετέχω σε κτ

verbal expression (informal (be involved)

Wilson scored one goal and had a hand in two others.

συμμετέχω στο να γίνει κτ

verbal expression (informal (be involved)

Gwyneth had a hand in persuading Celia to change her mind.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hand in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hand in

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.