Τι σημαίνει το halt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης halt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του halt στο Αγγλικά.

Η λέξη halt στο Αγγλικά σημαίνει αλτ, ακινητοποίηση, παύση, διακοπή, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, οι ανάπηροι, παύω, σταματώ, σταματώ, ακινητοποιούμαι, παράλυση, δίνω ένα τέλος σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης halt

αλτ

interjection (stop!) (στρατιωτικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The soldier shouted, "Halt! No civilians beyond this point."
Ο στρατιώτης φώναξε, «Αλτ! Κανένας πολίτης πέρα από αυτό το σημείο.»

ακινητοποίηση

noun (stop)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The train's halt was due to a technical malfunction.
Η ακινητοποίηση του τρένου οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα.

παύση, διακοπή

noun (temporary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a halt on all transactions while the bank investigated the security breach.
Πραγματοποιήθηκε παύση σε όλες τις συναλλαγές όσο η τράπεζα ερευνούσε την παραβίαση ασφαλείας.

σταματάω, σταματώ

intransitive verb (stop)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car halted as it came to the train tracks.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου.

σταματάω, σταματώ

transitive verb (stop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Management halted the project when the money ran out.
Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα.

οι ανάπηροι

plural noun (archaic (Biblical: disabled people)

παύω, σταματώ

verbal expression (order an end to, stop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The machine broke, so the foreman called a halt to the work.
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

σταματώ, ακινητοποιούμαι

verbal expression (stop suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's time that this frivolous nonsense comes to a halt.

παράλυση

noun (complete stop) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An overturned truck brought traffic to a grinding halt.

δίνω ένα τέλος σε κτ

verbal expression (end [sth], call a stop to [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quick action by the authorities put a halt to the street riots after the football match.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του halt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του halt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.