Τι σημαίνει το tal στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tal στο ισπανικά.
Η λέξη tal στο ισπανικά σημαίνει αυτός, ίσως, ίσως, πιθανόν, πιθανώς, πώς, τι θα έλεγες να, τέτοιος, ήρεμος, χαλαρός, ίσως, σάμπως, ως έχει, σε αυτή την περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, όπως είχε υποσχεθεί, συμφωνώ, σε αυτό το σημείο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα, αν ναι, κατόπιν αιτήσεως, τόσο πολύ, με τον ίδιο τρόπο όπως, ίσως να μην, εφόσον, αρκεί να, Τι κάνεις;, πώς είσαι, Χαίρω πολύ, Τι λέει;, και τα λοιπά, και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη, πως πάει;, τόσο ώστε, τόσο που, κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα, κοίτα να δεις, μπράβο, γεια, γεια σου, Και πολύ καλά κάνεις!, Γεια, πώς πάει;, πως τον λένε, σόι πάει το βασίλειο, που μοιάζουν, όπως για παράδειγμα, ο τάδε, ο δείνα, Έλα όπως είσαι, δεν συγκρατούμαι, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, τα πάω καλά, ο τάδε, ο δείνα, πιθανώς, ενδεχομένως, ίσως, όπως έχουν τα πράγματα, αντίστοιχα, ανάλογα, αναλόγως, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, για αυτόν τον λόγο, προκειμένου να, Κοίτα να δεις!, μπορεί να μην, Τι θα έλεγες...;, τόσο πολλοί, πέρα από, μακριά από, κάποιος, ένας, ακριβώς, όπως ζητήθηκε, Πώς ήταν;, Πώς ήταν η ημέρα σου;, Πώς ήταν το ταξίδι σου;, ένας, κάποιος, Τι λέει;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tal
αυτός(literario) Tales fueron nuestros descubrimientos. Αυτά ήταν τα ευρήματά μας. |
ίσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quizás jamás seamos capaces de convencerlos. Ίσως δεν καταφέρουμε καν να τους πείσουμε. |
ίσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πιθανόν, πιθανώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nigel dijo que posiblemente venga a la fiesta. Ο Νάιτζελ είπε ότι ενδεχομένως να ερχόταν στο πάρτι. |
πώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Cómo estás? Πώς είσαι; |
τι θα έλεγες να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué tal si vamos al cine esta noche? Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σινεμά απόψε; |
τέτοιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Quitarte dinero de tu monedero? ¡Yo nunca haría algo semejante (or: tal cosa)! |
ήρεμος, χαλαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ίσως(αμφιβολία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tal vez quieras hablar de esto con el jefe. Μπορεί να πρέπει να μιλήσεις στο αφεντικό γι' αυτό. |
σάμπως(antiguo) (παλαιό, καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως έχειlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La TV se vende tal cual, sin garantía explícita o implícita. |
σε αυτή την περίπτωσηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La escuela puede pedirte un certificado médico, y en ese caso, te devolverá todos los gastos. |
σε αυτή την περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se te informará si algún producto no está disponible y en tal caso, la tienda te ofrecerá una alternativa. |
όπως είχε υποσχεθείlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tal como se prometió, aquí está el dinero para pagar el préstamo. |
συμφωνώlocución adverbial (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tal como dices, me has sacado las palabras de la boca. |
σε αυτό το σημείοlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie entendió por qué tuvo que llegar hasta tal punto. Ήταν μυστήριο ο λόγος που έφτασε σε αυτό το σημείο. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sazone tal como es requerido |
το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Demasiado alta? No, más bien al contrario, es demasiado baja para ser portera. Υπερβολικά ψηλή; Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ κοντή για να παίξει τέρμα! |
αν ναι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Vas de compras? Si es así ¿puedo ir contigo? Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου; |
κατόπιν αιτήσεωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τόσο πολύlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με τον ίδιο τρόπο όπωςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estaba escarbando en la tierra tal como lo haría un perro para enterrar un hueso. |
ίσως να μην
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vuelve a subir la música, quizás no te guste a ti, ¡pero a mí sí! |
εφόσον, αρκεί να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo estoy feliz siempre y cuando el sol siga saliendo. Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
Τι κάνεις;(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) —¿Cómo te va? —Bien, ¿y tú? |
πώς είσαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hola Phil, ¿cómo estás? Qué bueno verte de nuevo. |
Χαίρω πολύlocución interjectiva (επίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qué tal. Es un placer conocerte. |
Τι λέει;(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hola chicos, ¿qué tal? |
και τα λοιπά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para la cena de Navidad comimos pavo asado, coles de Bruselas y todo eso. |
και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hay muchas aves acuáticas en el lago, fochas, gansos y demás. Στη λίμνη, υπάρχουν πολλά υδρόβια πουλιά, όπως πρίστες, χήνες, νερόκοτες και άλλα παρόμοια είδη. |
πως πάει;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόσο ώστε, τόσο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέραexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοίτα να δεις, μπράβοlocución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi hermana espera mellizos. ¡Qué tal! |
γεια, γεια σου(saludo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¿Qué tal, Janis, cómo has estado? |
Και πολύ καλά κάνεις!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Γεια, πώς πάει;locución interjectiva (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πως τον λένε(ofensivo) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Me cruce de nuevo con como se llame esta tarde. Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα. |
σόι πάει το βασίλειο(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Va a ser un mujeriego como su padre; de tal palo, tal astilla. |
που μοιάζουνexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπως για παράδειγμαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella tiene muchas cualidades, tales como inteligencia y sensatez. Έχει πολλά καλά προσόντα όπως για παράδειγμα εξυπνάδα και πνεύμα. |
ο τάδε, ο δείναpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
Έλα όπως είσαιlocución verbal (vestimenta informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Qué debo ponerme para la fiesta? Ven tal y como estás. |
δεν συγκρατούμαιexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No se controla en absoluto, se muestra tal cual le apetece. |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
τα πάω καλάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son tal para cual, afines en casi todo y complementarios en lo demás. |
ο τάδε, ο δείναlocución adjetiva (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Caminamos por tal o cual calle. |
πιθανώς, ενδεχομένως, ίσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Va a subir la temperatura hoy? Tal vez. Θα εκτοξευτούν στα ύψη πάλι σήμερα οι θερμοκρασίες; Μπορεί. |
όπως έχουν τα πράγματα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tendremos que conformarnos con el vehículo que tenemos, tal como está. Όπως έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το όχημα που έχουμε. |
αντίστοιχα, ανάλογα, αναλόγωςadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμόlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gritó hasta tal punto que mis oídos estuvieron a punto de estallar. Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα. |
για αυτόν τον λόγο, προκειμένου να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Max necesitaba un estudio de arte, así que construyó un granero con tal propósito. |
Κοίτα να δεις!locución interjectiva (AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπορεί να μην(πιθανότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Τι θα έλεγες...;(για κτ, να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué tal si vemos una película esta noche? |
τόσο πολλοίlocución adverbial (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Hay tal cantidad de candidatos este año que va a ser difícil entrar. |
πέρα από, μακριά από
Debido al estrés de su vida, ha cambiando hasta un punto que resulta imposible reconocerla. Όλα τα άγχη που πέρασε στη ζωή της την άλλαξαν τόσο που πια δεν αναγνωρίζεται. |
κάποιος, έναςlocución adjetiva (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Un tal Bob Knightly entró en la habitación. Κάποιος (or: Ένας) Bob Knigthly μπήκε στο δωμάτιο. |
ακριβώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El restaurante no tiene un menú libre de gluten como tal, pero tiene ensaladas y otros platos sin trigo. Το εστιατόριο δεν έχει ακριβώς μενού χωρίς γλουτένη, διαθέτει όμως σαλάτες και άλλα πιάτα χωρίς σιτάρι. |
όπως ζητήθηκε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πώς ήταν;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πώς ήταν η ημέρα σου;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πώς ήταν το ταξίδι σου;
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ένας, κάποιοςexpresión (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Un tal Mr. Smith pidió hablar contigo. |
Τι λέει;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tal
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.