Τι σημαίνει το injured στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης injured στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του injured στο Αγγλικά.

Η λέξη injured στο Αγγλικά σημαίνει τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένος, τραυματίες, τραυματίζω, τραυματίζω, πληγώνω, πληγώνω, πλήττω, βλάπτω, βλάπτω, θύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης injured

τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένος

adjective (person: physically hurt) (άτομο, σώμα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The injured passengers were taken to hospital by ambulance.
Οι τραυματισμένοι επιβάτες οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο.

τραυματίες

plural noun (casualties, those hurt)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Medics were on hand to attend to the injured.
Οι γιατροί ήταν επί ποδός για να αναλάβουν τους τραυματίες.

τραυματίζω

transitive verb (often passive (hurt [sb] physically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fall injured the old lady badly.
Η πτώση τραυμάτισε σοβαρά την ηλικιωμένη κυρία.

τραυματίζω, πληγώνω

transitive verb (hurt: a body part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike injured his leg when he fell down the stairs.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

πληγώνω

transitive verb (hurt: [sb]'s feelings) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pam's rejection of Jim injured his pride.
Η απόρριψη του Τζιμ από την Παμ πλήγωσε τον εγωισμό του.

πλήττω, βλάπτω

transitive verb (figurative (harm: business)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Canceling the deal would injure the company's relationship with the supplier.
Η ακύρωση της συμφωνίας θα έπληττε τη σχέση της εταιρείας με τον προμηθευτή.

βλάπτω

transitive verb (figurative (damage, reduce: chances)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob's comments on unemployment have injured his chances of being re-elected.
Τα σχόλια του Μπομπ για την ανεργία έχουν μειώσει τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί.

θύμα

noun (victim)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The injured party is looking to claim damages of £10,000.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του injured στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του injured

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.