Τι σημαίνει το limp στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης limp στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limp στο Αγγλικά.

Η λέξη limp στο Αγγλικά σημαίνει κουτσαίνω, κούτσεμα, μαλακός, χαλαρός, αδύναμος, χαλαρός, αδύναμος, πάω κούτσα κούτσα, κουτσαίνω, χωλαίνω, κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι, κουτσαίνω ελαφρά, θηλυπρεπής, το να κουτσαίνει κάποιος ελαφρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης limp

κουτσαίνω

intransitive verb (walking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen limped to her car after rolling her ankle while walking down the stairs.
Η Κάρεν πήγε κουτσαίνοντας μέχρι το αυτοκίνητό της αφού στραμπούληξε τον αστράγαλό της καθώς κατέβαινε τις σκάλες.

κούτσεμα

noun (walking) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since Tom came back from the war he has walked with a limp.
Από τότε που γύρισε από τον πόλεμο, ο Τομ έχει μια χωλότητα στη βάδιση.

μαλακός, χαλαρός, αδύναμος

adjective (not rigid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your handshake is too limp; a firm handshake is better for a job interview.
Η χειραψία σου είναι πολύ χαλαρή. Μια γερή χειραψία είναι καλύτερη για μια συνέντευξη για δουλειά.

χαλαρός

adjective (arm or leg)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul gave up and let his arms go limp.

αδύναμος

adjective (weak, spiritless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The manager thought all the people who applied for the job were boring, limp whiners.

πάω κούτσα κούτσα

intransitive verb (figurative (sthg: move as if injured) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the engines broke down on the airplane and we had to limp to the nearest city for an emergency landing.

κουτσαίνω, χωλαίνω

phrasal verb, intransitive (literal (walk with a hobble) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The poor disabled soldier limped along the sidewalk because of his war injury.

κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (proceed slowly and unevenly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The project has hit unexpected difficulties and is just limping along at the moment.

κουτσαίνω ελαφρά

intransitive verb (walk with a hobble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Despite years of physiotherapy John still limps slightly.

θηλυπρεπής

adjective (potentially offensive, perjorative (effeminate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το να κουτσαίνει κάποιος ελαφρά

noun (hobble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His broken ankle is cured, but he still walks with a slight limp.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limp στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του limp

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.