Τι σημαίνει το increase στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης increase στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του increase στο Αγγλικά.
Η λέξη increase στο Αγγλικά σημαίνει αυξάνομαι, αύξηση, αύξηση, άνοδος, αύξηση, κέρδος, αυξάνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, επέκταση, ανάπτυξη, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, προσελκύω περισσότερους οπαδούς, απασχολώ περισσότερο προσωπικό, αυξάνω τις πιθανότητες, ανεβάζω τη θερμοκρασία, σε ανοδική πορεία, αύξηση μισθών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης increase
αυξάνομαιintransitive verb (go up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) House prices have increased by 5%. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%. |
αύξησηnoun (rise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The increase in the number of models for sale failed to raise profits. Η αύξηση του αριθμού των μοντέλων προς πώληση δεν κατάφερε να επιφέρει περισσότερα κέρδη. |
αύξηση, άνοδοςnoun (price: rise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The increase in prices scared away customers. |
αύξησηnoun (quantified) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a 3% increase in visitors. |
κέρδοςnoun (profit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company has shown a significant increase this year. |
αυξάνομαιintransitive verb (become more numerous) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The number of mosquitoes increases in the summer. |
αυξάνομαιintransitive verb (go up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The quality of this product has increased over the last year. |
αυξάνωtransitive verb (make more numerous) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They increased the number of apples at the store. |
επέκταση, ανάπτυξηnoun (growth, expansion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our infrastructure hasn't kept up with the increase in size of the city over the last decade. |
μεγαλώνω, επεκτείνομαιverbal expression (get bigger) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When you boil rice it increases in size. |
προσελκύω περισσότερους οπαδούςverbal expression (attract more followers) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The party needs to increase its numbers if it is to win the next election. |
απασχολώ περισσότερο προσωπικόverbal expression (employ more staff) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The organisation needs to increase its numbers in Europe. |
αυξάνω τις πιθανότητεςverbal expression (make [sth] more likely) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you smoke, you are increasing the chances of an early death. |
ανεβάζω τη θερμοκρασίαverbal expression (turn the heat up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you want the roast potatoes to cook properly you will need to increase the temperature in the oven. I'm cold, is there any way to increase the temperature in this room? Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο; |
σε ανοδική πορείαadjective (growing, increasing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuberculosis is on the increase, especially among the indigent. |
αύξηση μισθώνnoun (pay raise) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του increase στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του increase
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.