Τι σημαίνει το jurer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jurer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jurer στο Γαλλικά.
Η λέξη jurer στο Γαλλικά σημαίνει ορκίζομαι, βρίζω, δεν ταιριάζω, βρισιές, βρίσιμο, βρίζω, βρίζω, κάνω αντίθεση, ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, δεν ταιριάζω με κτ, βρίζω σαν νταλικέρης, βρίζω σαν λιμενεργάτης, ορκίζομαι σε κτ, ορκίζομαι, ορκίζομαι, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, ορκίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jurer
ορκίζομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne le referai jamais, je le jure ! Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι! |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce n'est pas poli de jurer. Είναι αγένεια να βρίζεις. |
δεν ταιριάζωverbe intransitif (couleurs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les tenues de Jean coûtent un bras, mais jurent drôlement. Τα ρούχα της Τζιν είναι ακριβά αλλά δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. |
βρισιές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous n'autorisons pas les gros mots à table. Οι βρισιές δεν επιτρέπονται στο τραπέζι. |
βρίσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gay a juré très fort quand le marteau a atterri sur son pied. Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της. |
κάνω αντίθεσηverbe intransitif (couleurs,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les couleurs juraient énormément. |
ορκίζομαιlocution verbale (Droit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je jure de dire la vérité, toute la vérité, et rien que la vérité. Ορκίζομαι ότι θα πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και τίποτα άλλο παρά μόνο την αλήθεια. |
ορκίζομαιlocution verbale (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je jure de faire tout mon possible pour ne pas avoir d'ennui. Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες. |
ορκίζομαιverbe transitif (ότι/πως/να) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il s'est réveillé avec la gueule de bois, Glenn a juré qu'il ne boirait plus. Όταν ξύπνησε με χάνγκοβερ, ο Γκλεν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ. |
δεν ταιριάζω με κτ(couleurs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pull et la jupe sont jolis mais je trouve que le rose jure avec le orange. Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί. |
βρίζω σαν νταλικέρης, βρίζω σαν λιμενεργάτηςlocution verbale (καθομιλουμένη) |
ορκίζομαι σε κτlocution verbale (μεταφορικά) Ma grand-mère ne jure que par le miel comme remède au rhume des foins. |
ορκίζομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand il s'est réveillé avec la gueule de bois, Brian a juré (or: a fait le serment) de ne plus jamais boire (or: qu'il ne boirait plus). Όταν ξύπνησε με χανγκόβερ, ο Μπράιαν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ. |
ορκίζομαι(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patricia a juré (or: promis) de rendre le monde meilleur. Η Πατρίσια ορκίστηκε να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. |
υπόσχομαι, δεσμεύομαι(ότι/πως θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy a promis qu'elle ne le quitterait jamais. Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ. |
ορκίζομαιlocution verbale (ότι θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le couple heureux s'est juré de s'aimer et de s'honorer (or: s'est juré amour et honneur) jusqu'à la fin de ses jours. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jurer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jurer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.