Τι σημαίνει το latest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης latest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του latest στο Αγγλικά.

Η λέξη latest στο Αγγλικά σημαίνει τελευταίος, τα τελευταία νέα, καθυστερημένος, αργά, τέλη, καθυστερημένα, αργότερα, αργά, εκλιπών, όψιμος, το αργότερο, τελευταία λέξη της μοδας, τελευταία λέξη, τελευταία συνήθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης latest

τελευταίος

adjective (newest, most recent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen was always up to date on the latest fashions.
Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

τα τελευταία νέα

noun (informal (most up-to-date news)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben always got up early so that he could catch up on the latest before work.

καθυστερημένος

adjective (after the scheduled time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I need to go. I am late for my appointment.
Πρέπει να φύγω. Έχω αργήσει (or: καθυστερήσει) στο ραντεβού μου.

αργά

adjective (near the end of the day etc.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's late. Let's go home.
Είναι αργά. Ας γυρίσουμε σπίτι.

τέλη

adjective (latter part of) (στο τελευταίο μέρος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They married in the late sixties. He married a woman in her late 40s.
Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60.

καθυστερημένα, αργότερα

adverb (after the scheduled time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I arrived ten minutes late for the meeting.
Έφτασα στη σύσκεψη με δέκα λεπτά καθυστέρηση.

αργά

adverb (near the end of: night, etc.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We talked late into the night.
Μιλούσαμε μέχρι αργά τη νύχτα.

εκλιπών

adjective (formal (former, deceased)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The late John Peters was a good man.
Ο μακαρίτης (or: συγχωρεμένος) ο Τζον Πίτερς ήταν καλός άνθρωπος.

όψιμος

adjective (fruit, vegetables: maturing later) (για φρούτα, λαχανικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ripening times are different for early and late fruit.
Οι χρόνοι ωρίμανσης για τα πρώιμα και τα όψιμα φρούτα διαφέρουν.

το αργότερο

adverb (not later)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This project needs to be completed by close of business tomorrow at the latest.

τελευταία λέξη της μοδας

noun ([sth] currently popular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vitamin-enhanced water is the latest fashion in bottled beverages.

τελευταία λέξη

noun ([sth] newly popular) (μεταφορικά: π.χ. της μόδας)

The latest thing in fashion will be out of date in two months.

τελευταία συνήθεια

noun (newly-acquired habit)

Her latest thing is to sort her candies by color before eating them.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του latest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του latest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.