Τι σημαίνει το laugh στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης laugh στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του laugh στο Αγγλικά.

Η λέξη laugh στο Αγγλικά σημαίνει γελάω, γελώ, γελώ με κπ/κτ, κοροϊδεύω, καγχάζω, γέλιο, γέλιο, για γέλια, ας γελάσω, αψηφώ, αγνοώ, χαχανητό, χάχανο, ξεκαρδιστικός, ευχάριστος, ευχάριστος, τρελό γέλιο, πολύ γέλιο, γελάω πολύ, γελάω, γελώ, πηγαίο γέλιο, γελάω στα μούτρα κπ, αψηφώ, πόδι της χήνας, γελώ δυνατά/ηχηρά, γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου, ξεκαρδίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης laugh

γελάω, γελώ

intransitive verb (make sound of joy, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a merry evening and everyone at the party was laughing.
Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.

γελώ με κπ/κτ

(find amusing)

We all laughed at the film. My boyfriend laughs at my jokes, even when they're not funny.
Όλοι γελάσαμε με την ταινία. Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα.

κοροϊδεύω

(mock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wish you wouldn't laugh at me, it's not funny!
Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα!

καγχάζω

transitive verb (say while laughing) (μιλάω γελώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Why are you wearing that ridiculous hat?" he laughed.
«Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε.

γέλιο

noun (sound of laughter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His laugh could be heard in the next room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προς τι ο γέλωτας;

γέλιο

noun (informal (fun time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had a right laugh at the school disco!
ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.

για γέλια

noun (informal (funny, fun)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Look at that silly haircut! What a laugh!
Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια!

ας γελάσω

noun (informal ([sth] unlikely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're expecting Pete to buy a round of drinks? That's a laugh!
Περιμένεις ότι ο Πιτ θα κεράσει τα επόμενα ποτά; Ας γελάσω (or: Εδώ γελάμε)!

αψηφώ, αγνοώ

phrasal verb, transitive, separable (dismiss as not serious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John laughed off the suggestion that he change his behavior.

χαχανητό, χάχανο

noun (loud deep laughter) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεκαρδιστικός

noun (informal ([sth] very funny) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχάριστος

adjective (funny, amusing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχάριστος

adjective (person: can make people laugh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελό γέλιο, πολύ γέλιο

noun (informal (funny, fun) (καθομιλουμένη: έχω, βγάζω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Your mate Jim's a good laugh, isn't he?

γελάω πολύ

verbal expression (UK, informal (be amused)

I was mortified when I poured wine down my shirt, but everyone else had a good laugh.

γελάω, γελώ

verbal expression (UK, informal (enjoy a joke, be amused)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We didn't mean to hurt his feelings, we did it just to have a laugh.

πηγαίο γέλιο

noun (exuberant laughter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He missed his grandfather's warm smile and hearty laugh.

γελάω στα μούτρα κπ

verbal expression (informal (greet [sb] with derision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he suggested that I pay $10,000 for that piece of junk, I laughed in his face.

αψηφώ

verbal expression (informal, figurative (mock defiantly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's so brave that he laughs in the face of danger.

πόδι της χήνας

noun (usually plural (wrinkle around eyes) (μεταφορικά: ρυτίδες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γελώ δυνατά/ηχηρά

verbal expression (guffaw, make noisy laughter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He laughed loudly at the idea.

γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι

verbal expression (express amusement loudly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That joke made me laugh out loud!

γελάω κάτω από τα μουστάκια μου

verbal expression (be secretly amused) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαρδίζομαι

verbal expression (figurative, informal (laugh heartily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του laugh στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του laugh

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.