Τι σημαίνει το launched στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης launched στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του launched στο Αγγλικά.
Η λέξη launched στο Αγγλικά σημαίνει εκτοξεύω, καθελκύω, λανσάρω, παρουσιάζω, ξεκινώ, φεύγω, εκτόξευση, εκτόξευσης, κυκλοφορώ, ξεκινώ, αρχίζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, λανσάρισμα βιβλίου, εξαπολύω επίθεση, επικρίνω έντονα, ξεκινάω, ξεκινώ, εξέδρα/πλατφόρμα εκτόξευσης διαστημοπλοίου/πυραύλου, σημείο εκκίνησης, αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης launched
εκτοξεύωtransitive verb (rocket: send into space) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The space agency launched another rocket into space at 6 AM. Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ. |
καθελκύωtransitive verb (vessel: set onto water) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The shipyard will launch the new boat next week. Το ναυπηγείο θα καθελκύσει το νέο πλοίο την άλλη εβδομάδα. |
λανσάρω, παρουσιάζωtransitive verb (marketing: introduce) (μάρκετινγκ: προϊόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company will launch its new product on Wednesday. Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη. |
ξεκινώ, φεύγωintransitive verb (set forth) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ship will launch at three o'clock, so you'd better be on time. Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου. |
εκτόξευσηnoun (rocket) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The launch went as planned and the rocket is now in space. Η εκτόξευση πήγε καλά και ο πύραυλος βρίσκεται πλέον στο διάστημα. |
εκτόξευσηςnoun as adjective (relating to a rocket launch) (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The rocket's launch time is 1400 hours. |
κυκλοφορώintransitive verb (product: be put on the market) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The product will launch on Tuesday. Το προϊόν θα κυκλοφορήσει την Τρίτη. |
ξεκινώ, αρχίζωtransitive verb (begin on a course) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They launched the expedition into the uncharted jungle. Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα. |
ρίχνωtransitive verb (send forth) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The commander gave the order to launch the torpedoes at the enemy ship. Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο. |
πετάω, ρίχνωtransitive verb (hurl, throw) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He launched the ball towards the goal from thirty metres away. Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων. |
λανσάρισμα βιβλίουnoun (publication event) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξαπολύω επίθεσηverbal expression (military: begin combat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prepare to launch an attack, men. |
επικρίνω έντοναverbal expression (criticize harshly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The newspaper article launched an attack on the president and his policies. |
ξεκινάω, ξεκινώ(begin enthusiastically) (με χαρά, ενθουσιασμό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After seeing the beggar, he launched into a speech about poverty. |
εξέδρα/πλατφόρμα εκτόξευσης διαστημοπλοίου/πυραύλουnoun (platform for launching a spacecraft) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Space Shuttle is on the launch pad and the countdown to blast-off has begun. |
σημείο εκκίνησης, αρχήnoun (figurative (starting point) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He used his six months as a kitchen assistant as a launch pad to his career as a chef. Winning a writing competition was the launch pad for her career as a successful author. Χρησιμοποίησε τους έξι μήνες που εργάστηκε ως βοηθός κουζίνας ως σημείο εκκίνησης για την καριέρα του ως μάγειρας. Η νίκη στο διαγωνισμό συγγραφής ήταν η αρχή της καριέρας της ως επιτυχημένη συγγραφέας. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του launched στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του launched
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.