Τι σημαίνει το laughing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης laughing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του laughing στο Αγγλικά.

Η λέξη laughing στο Αγγλικά σημαίνει γέλιο, γελαστός, γελάω, γελώ, γελώ με κπ/κτ, κοροϊδεύω, καγχάζω, γέλιο, γέλιο, για γέλια, ας γελάσω, κλαίω από τα γέλια, λύνομαι στα γέλια, σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια, βάζω τα γέλια, πεθαίνω ευτυχισμένος, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, πεθαίνω στα γέλια, ξέσπασμα γέλιου, συγκρατώ τα γέλια μου, είδος αλκυόνας της Αυστραλίας, γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο, περίγελος, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, κλαίω από τα γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης laughing

γέλιο

noun (expression of laughter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Their laughing kept me awake half the night.
Το γέλιο τους με κράτησε ξύπνιο τη μισή νύχτα.

γελαστός

adjective (expressing laughter)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Frans Hals' most famous work is “The Laughing Cavalier”.
Το πιο διάσημο έργο του Φρανς Χαλς είναι ο «Γελαστός Ιππότης».

γελάω, γελώ

intransitive verb (make sound of joy, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a merry evening and everyone at the party was laughing.
Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.

γελώ με κπ/κτ

(find amusing)

We all laughed at the film. My boyfriend laughs at my jokes, even when they're not funny.
Όλοι γελάσαμε με την ταινία. Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα.

κοροϊδεύω

(mock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wish you wouldn't laugh at me, it's not funny!
Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα!

καγχάζω

transitive verb (say while laughing) (μιλάω γελώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Why are you wearing that ridiculous hat?" he laughed.
«Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε.

γέλιο

noun (sound of laughter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His laugh could be heard in the next room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προς τι ο γέλωτας;

γέλιο

noun (informal (fun time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had a right laugh at the school disco!
ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.

για γέλια

noun (informal (funny, fun)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Look at that silly haircut! What a laugh!
Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια!

ας γελάσω

noun (informal ([sth] unlikely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're expecting Pete to buy a round of drinks? That's a laugh!
Περιμένεις ότι ο Πιτ θα κεράσει τα επόμενα ποτά; Ας γελάσω (or: Εδώ γελάμε)!

κλαίω από τα γέλια

verbal expression (figurative, informal (laugh very hard) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We almost died laughing when we saw Mike's Halloween costume.

λύνομαι στα γέλια

adjective (figurative, informal (laughing uncontrollably)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke.

σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια

verbal expression (laugh suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Jim finally got the joke, he burst out laughing.

πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια

verbal expression (US, figurative, slang (laugh energetically) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That comedian's monologue was so funny, I bust a gut laughing.

βάζω τα γέλια

verbal expression (US, informal (laugh suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω ευτυχισμένος

verbal expression (be happy at end of life)

I'm determined to enjoy my old age and to die laughing.

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

verbal expression (figurative (die after having won revenge against [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω στα γέλια

verbal expression (figurative, informal (laugh very hard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέσπασμα γέλιου

noun (sudden burst of laughter)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκρατώ τα γέλια μου

verbal expression (not laugh)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During that horrible performance, I could hardly keep from laughing.

είδος αλκυόνας της Αυστραλίας

noun (Australian bird)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο

noun (nitrous oxide)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dentists frequently use "laughing gas" to calm patients prior to treatment.

περίγελος

noun (object of others' amusement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

noun ([sth] serious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Slipping on the ice is no laughing matter; you could break your neck.

κλαίω από τα γέλια

transitive verb and reflexive pronoun (vulgar, figurative, slang (laugh)

Some of the things he said were so funny, I was pissing myself.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του laughing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του laughing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.