Τι σημαίνει το limit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης limit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limit στο Αγγλικά.

Η λέξη limit στο Αγγλικά σημαίνει περιορίζω, όριο, όρια, όρια, όρια, όριο, με έχει φέρει ως εδώ, με έχει φέρει στα όριά μου, όριο, όρια, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, όριο οινοπνεύματος, στο όριο, πιστωτικό όριο, δεν έχω όρια, περιορίζομαι σε, κρατιέμαι, περιορίζω τις επιλογές μου, ελάχιστο/κατώτατο όριο, εισοδηματικό όριο φτώχειας, θέτω όριο, όριο ταχύτητας, χρονικό περιθώριο, χρονικό όριο, στο μέγιστο βαθμό, στο όριο, ανώτερο όριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης limit

περιορίζω

transitive verb (restrict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The courts in the US are supposed to limit the power of the president and Congress.
Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου.

όριο

noun (end of range)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cattle spread out to the far limits of the enclosure.
Τα ζώα απλώθηκαν μέχρι τα απομακρυσμένα άκρα της περιφραγμένης περιοχής.

όρια

plural noun (area, property border)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The parolee was arrested for crossing the state limits into Texas.
Ο ελεύθερος με αναστολή συνελήφθη επειδή πέρασε τα σύνορα της πολιτείας με το Τέξας.

όρια

plural noun (property)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The warden doesn't ever allow prisoners outside the prison limits.
Ο φύλακας δεν επιτρέπει ποτέ τους φυλακισμένους να βγουν έξω από τα όρια της φυλακής.

όρια

plural noun (figurative (rules of conduct)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The boss said that, within limits, the employees could do whatever they wanted with their breaks.
Ο προϊστάμενος είπε ότι εντός λογικών ορίων οι υπάλληλοι μπορούσαν να κάνουν ό, τι ήθελαν στα διαλείμματά τους.

όριο

noun (informal (maximum permitted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Twenty pounds is the limit for carry-on bags on that airline. The bartender refused to serve me because I'd reached the limit.
Τα δέκα κιλά είναι το όριο για τις χειραποσκευές σε εκείνη την αεροπορική. Ο μπάρμαν αρνήθηκε να μου σερβίρει γιατί είχα φτάσει στο όριο.

με έχει φέρει ως εδώ, με έχει φέρει στα όριά μου

noun (slang, figurative (person, thing: exasperating) (καθομιλουμένη: κπ ή κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're really the limit, you know – I just can't talk to you any more.
Είσαι απαράδεκτος να ξέρεις – απλά δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο.

όριο

noun (mathematics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom had no idea how to find the limit of the function.

όρια

plural noun (range of power)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The state requires police officers to stay inside the limits of their jurisdiction.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

noun (maximum legal or acceptable age)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most federal judges in the US must retire by the age limit of 75.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

noun (minimum legal or acceptable age)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
21 is the age limit for buying alcohol.

όριο οινοπνεύματος

noun (amount allowed before driving)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στο όριο

adverb (figurative (at the boundary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am at the limit of my patience.

πιστωτικό όριο

noun (amount of allowed on a credit card)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Because my credit card account was near its credit limit, I couldn't buy gas. The credit limit on my VISA is $2,000.
Δεν μπόρεσα να βάλω βενζίνη, καθώς η κάρτα μου πλησίαζε το πιστωτικό της όριο. Η VISA μου έχει πιστωτικό όριο 2000 δολάρια.

δεν έχω όρια

verbal expression (figurative (be unrestricted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J.K. Rowling's imagination has no limits.

περιορίζομαι σε, κρατιέμαι

transitive verb and reflexive pronoun (restrict consumption) (για κατανάλωση φαγητού/ποτού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Limit yourself to alcohol-free drinks if you're planning to drive home. Try to limit yourself to one soda per day.
Περιορίσου σε ποτά χωρίς αλκοόλ αν σκοπεύεις να οδηγήσεις μέχρι το σπίτι σου. Προσπάθησε να περιοριστείς σε ένα αναψυκτικό την ημέρα.

περιορίζω τις επιλογές μου

transitive verb and reflexive pronoun (restrict options)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't learn to speak English, you may limit yourself when looking for a job.

ελάχιστο/κατώτατο όριο

noun (minimum)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισοδηματικό όριο φτώχειας

noun (income level legally qualifying as poor)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέτω όριο

verbal expression (establish a restriction or boundary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For the Secret Santa presents this year let's set the limit at $20 each.

όριο ταχύτητας

noun (legal restriction on vehicle speed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In the United States, the speed limit for most highways is 65 miles per hour.

χρονικό περιθώριο, χρονικό όριο

noun (period in which a task must be done)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The contractor failed to meet the time limit so had to pay a penalty.

στο μέγιστο βαθμό

adverb (to the extreme)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car thief took things to the limit and wound up killing a man.

στο όριο

adverb (as much as is permitted)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He only ever drinks to the limit when he's driving.

ανώτερο όριο

noun (maximum permitted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've reached the upper limit of my job's salary range.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του limit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.