Τι σημαίνει το married στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης married στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του married στο Αγγλικά.

Η λέξη married στο Αγγλικά σημαίνει παντρεμένος, παντρεύω, έγγαμος, συζυγικός, παντρεμένος, παντρεύομαι, παντρεύομαι, συνδυάζω, ταιριάζω, παντρεύω, παντρεύω, παντρεύω, παντρεύομαι, παντρεύομαι, που έχει ευτυχισμένο γάμο, νιόπαντροι, αντρόγυνο, ανδρόγυνο, έγγαμος βίος, παντρεμένος, επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου, παντρεμένη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης married

παντρεμένος

adjective (having a spouse) (με κάποιον)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Is he married or single?
Είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη;

παντρεύω

adjective (figurative (joined closely) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In his view, technology should be married with pleasing design.
Κατά τη γνώμη του, τα τεχνολογικά προϊόντα θα πρέπει να συνδυάζουν αρμονικά και έναν ωραίο σχεδιασμό.

έγγαμος, συζυγικός

adjective (conjugal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How is married life treating you?
Πώς είναι ο έγγαμος βίος;

παντρεμένος

adjective (figurative (be dedicated to [sth]: job, idea) (μτφ: με κπ/κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εγώ δε χρειάζομαι γυναίκα. Είμαι παντρεμένος με τη δουλειά μου.

παντρεύομαι

transitive verb (take as wife or husband)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She married her husband two years ago.
Παντρεύτηκε τον σύζυγό της πριν δυο χρόνια.

παντρεύομαι

intransitive verb (get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two of them married two years ago.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν πριν από δύο χρόνια.

συνδυάζω, ταιριάζω

intransitive verb (figurative (be compatible with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me see if I can marry these cups to some matching plates.
Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.

παντρεύω

transitive verb (join as wife or husband)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest married them in a beautiful ceremony.
Ο ιερέας τους πάντρεψε σε μια όμορφη τελετή.

παντρεύω

transitive verb (give for marriage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father proudly married his daughter to a doctor.
Ο πατέρας ήταν περήφανος που πάντρεψε την κόρη του με γιατρό.

παντρεύω

transitive verb (figurative (join together) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band's music marries rock and jazz.
Η μουσική του συγκροτήματος παντρεύει τη ροκ και την τζαζ.

παντρεύομαι

intransitive verb (become [sb]'s husband or wife)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're going to get married early in the new year.
Θα παντρευτούμε στις αρχές της νέας χρονιάς.

παντρεύομαι

intransitive verb (become [sb]'s husband or wife)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul got married to his high school girlfriend.
Ο Πωλ παντρεύτηκε το κορίτσι που είχε απ' το γυμνάσιο.

που έχει ευτυχισμένο γάμο

adjective (faithful to your spouse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James and Dina are happily married.

νιόπαντροι

expression (sign on newlyweds' car)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As we drove away on our honeymoon a sign on the back of our car read "Just Married!".

αντρόγυνο, ανδρόγυνο

noun (two people married to one another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The married couple wanted to start a family.

έγγαμος βίος

noun (living as [sb]'s spouse) (λόγιος)

After 50 years of married life my wife and I are getting to know each other well.

παντρεμένος

noun (man who is [sb]'s husband)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Don't you dare flirt with him! He's a married man!

επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου

noun (woman's surname after marriage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Women may be known by their married names or their maiden names.

παντρεμένη

noun (woman who is [sb]'s wife)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Julia is a married woman with two children.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του married στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του married

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.