Τι σημαίνει το me στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης me στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του me στο Αγγλικά.

Η λέξη me στο Αγγλικά σημαίνει με, μου, εγώ, επισκοπική εκκλησία των μεθοδιστών, σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως, Μέιν, μηχανικός πλοίων, μηχ. μηχ., Μέση Αγγλική, μετ. μηχ., <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου, όσον αφορά εμένα, με συγχωρείτε, πίστεψέ με, μεταξύ μας, δεν μας χέζεις, ποιος να το 'λεγε, Τι τύχη είναι αυτή;, είμαι μέσα, μη με υπολογίζεις, πωπώ, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, Λαμβάνεις;, συγγνώμη, Συγγνώμη;, Συγγνώμη!, excuse-me, δεν πρόκειται να κάνω κτ, δεν έχω αντίρρηση, έλα μαζί μου, μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει, συγγνώμη, γάμα με!, γάμα μας!, δώσε μου ένα στοιχείο, κόλλα το, κόλλα πέντε, Θεέ μου βόηθα!, έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος, ρούχο από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος, μεταχειρισμένος, βοήθεια, αν θυμάμαι καλά, μου φαίνεται, το ίδιο μου κάνει, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, άσε με ήσυχο, παράτα με, πες μου να ξέρω, χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου, κι εγώ, που αποτελεί αντιγραφή, που αντιγράφει, συγγνώμη, συγγνώμη, Πώς είπατε;, κάτι που με ανεβάσει, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, πες μου, δεν έχω πρόβλημα, Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;, κακό που με βρήκε, το ίδιο και εγώ, και εγώ το ίδιο, με πρόλαβες, εμένα μου λες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης me

με

pronoun (I: direct object)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Could you help me?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν τελειώσεις με τον αδερφό μου, έλα να βοηθήσεις και εμένα.

μου

pronoun (to me: indirect object)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Lend me some money, please.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όποιος δανείσει χρήματα σε μένα, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα τα πάρει πίσω.

εγώ

pronoun (colloquial (before gerund)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
He's very much against me coming to visit you.
Δεν συμφωνεί με το να έρθω εγώ να σε επισκεφτώ.

επισκοπική εκκλησία των μεθοδιστών

noun (initialism (Methodist Episcopal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Erin attends a local ME church.

σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως

noun (initialism (myalgic encephalomyelitis)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The patient suffered from ME, which causes chronic fatigue.

Μέιν

noun (written, abbreviation (US state: Maine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μηχανικός πλοίων

noun (initialism (marine engineer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Zoe works as an ME on a research vessel on the Pacific Ocean.

μηχ. μηχ.

noun (initialism (mechanical engineer) (συντομογραφία: μηχανολόγος μηχανικός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom is an ME at the factory.

Μέση Αγγλική

noun (initialism (middle English)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The manuscript is written in ME.

μετ. μηχ.

noun (initialism (Mining Engineer) (συντομογραφία: μεταλλειολόγος μηχανικός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Fred is an ME at the mine.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (initialism (medical examiner)

επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου

interjection (offer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Allow me!" a bellboy said, and took my heavy suitcase.
«Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου.

επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου

interjection (offer)

Miss, allow me to open the door.
Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα.

όσον αφορά εμένα

adverb (as far as I am concerned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My husband is going to work. As for me, I will stay home and take care of the baby.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

με συγχωρείτε

interjection (Please be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please bear with me - this will only take five minutes.

πίστεψέ με

interjection (trust what I say)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Believe me, it's really hot outside!

μεταξύ μας

adverb (confidentially, in confidence)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Between you and me, I think Stella has fallen in love with him.

δεν μας χέζεις

interjection (slang (expressing contempt) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't like it that's too bad - bite me!
Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας!

ποιος να το 'λεγε

interjection (informal (expressing amazement) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, blow me down! You won the lottery!
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

Τι τύχη είναι αυτή;

interjection (figurative, informal (amazement)

Well, bowl me over! I'm holding a winning lottery ticket.

είμαι μέσα

interjection (informal (include me) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'd love to go camping with you. Count me in!

μη με υπολογίζεις

interjection (informal (exclude me) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Count me out! There's no way I can afford to eat there.
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

πωπώ

interjection (expressing surprise, dismay)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dear me! Some of Roger's jokes were really awful!

κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ

interjection (please would you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Λαμβάνεις;

expression (radio communication)

συγγνώμη

interjection (polite interruption)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excuse me, where's the post office, please?
Συγγνώμη, που είναι το ταχυδρομείο παρακαλώ;

Συγγνώμη;

interjection (request to repeat)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excuse me? I didn't quite catch what you said.
Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα καλά τι είπατε.

Συγγνώμη!

interjection (ironic (indignance) (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well, excuse me! I won't bother asking you again!
Καλά ντε! Δεν θα μπω στον κόπο να σε ξαναρωτήσω!

excuse-me

noun (type of dance) (είδος χορού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δεν πρόκειται να κάνω κτ

expression (express reluctance to do [sth])

δεν έχω αντίρρηση

interjection (informal (acquiescence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Mind if I go now?" "Fine by me."

έλα μαζί μου

interjection (come with me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει

noun (plant with small blue flowers) (φυτό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Forget-me-nots are my favorite flower.

συγγνώμη

interjection (pardon me, excuse me)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Forgive me, sir, but you are mistaken. Forgive me, I thought I had already sent that information.
Συγγνώμη, κύριε, αλλά κάνετε λάθος. Συγγνώμη! Νόμιζα πως είχα ήδη στείλει τις πληροφορίες.

γάμα με!, γάμα μας!

interjection (slang, figurative, vulgar, offensive (expressing astonishment) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fuck me! This food is spicier than I can bear!

δώσε μου ένα στοιχείο

interjection (provide a clue to help me guess)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Who's your mystery boyfriend? Go on, give me a hint ...

κόλλα το, κόλλα πέντε

interjection (slang (congratulatory) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You passed your driving test? Give me five!
Πέρασες τις εξετάσεις για το δίπλωμα; Κόλλα το!

Θεέ μου βόηθα!

interjection (expressing exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος

interjection (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Goodness me, you've grown a lot since I last saw you!

ρούχο από δεύτερο χέρι

noun (used garment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill became used to wearing his brother's hand-me-downs.

μεταχειρισμένος

noun (used item)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mandy saved a lot of money on items for her baby thanks to hand-me-downs from her family.

μεταχειρισμένος

adjective (second-hand)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Emma was given all her sister's hand-me-down clothes.

βοήθεια

interjection (expressing need for assistance)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Help me! That man just stole my purse!

αν θυμάμαι καλά

expression (if I remember rightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου φαίνεται

expression (I think, in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το ίδιο μου κάνει

expression (informal (I have no preference.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can stay or leave; it's all the same to me.

κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ

interjection (please would you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kindly do me the favour of not turning your back on me when I'm talking to you!

άσε με ήσυχο, παράτα με

interjection (go away)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Stop picking on me! Just leave me alone!

πες μου να ξέρω

interjection (tell me)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you come to my party? Let me know!
Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω!

χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου

noun (informal (time for your enjoyment)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κι εγώ

interjection (so do I, so will I, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're going to her party? Me too! I'll see you there.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα Σαββατοκύριακα κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί. - Το ίδιο κι εγώ.

που αποτελεί αντιγραφή

adjective (mainly US, informal (copying a peer, competitor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voters weren't fooled by the senator's me-too policies.

που αντιγράφει

adjective (mainly US, informal (copying [sth] established)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's such a me-too company; all it's products are just inferior versions of someone else's.

συγγνώμη

interjection (excuse me)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pardon me sir, does this train go to Chattanooga? Pardon me, could you tell me where the library is?
Συγγνώμη, κύριε, αυτό το τρένο πηγαίνει στην Τσατανούγκα; Συγγνώμη, θα μπορούσατε να πείτε πού είναι η βιβλιοθήκη;

συγγνώμη

interjection (I'm sorry)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pardon me, I didn't mean to bump into you.
Συγγνώμη, δεν ήθελα να πέσω πάνω σας.

Πώς είπατε;

interjection (What did you say?) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κάτι που με ανεβάσει

noun (informal ([sth] that makes you feel better) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I need a little pick-me-up, I eat one of my favorite candy bars.

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

interjection (slang (I don't know) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Q: Who ate my cookies? A: Search me - I just got here.

πες μου

expression (give me the information)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tell me it isn't true!

δεν έχω πρόβλημα

interjection (informal (acquiescence)

If you leave, that's fine by me.

Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;

expression (proposal) (σε γυναίκα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've loved you for so long. Will you marry me?

κακό που με βρήκε

interjection (expressing self-pity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have such a tremendous amount of work: woe is me!

το ίδιο και εγώ, και εγώ το ίδιο

expression (informal (same here, I have the same problem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're confused? You and me both!
Μπερδεύτηκες; Μία από τα ίδια!

με πρόλαβες

expression (you did it first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was going to order a pizza, but you beat me to it.

εμένα μου λες

interjection (slang (I know, I'm well aware)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“Petrol's so expensive these days!” “You're telling me!”

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του me στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του me

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.