Τι σημαίνει το middle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης middle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του middle στο Αγγλικά.

Η λέξη middle στο Αγγλικά σημαίνει μέση, μέση, μέση, μέσο, μεσαίος, ενδιάμεσος, μεσαιωνικός, μέση, μέσος, στο κέντρο, στο μέσο, μέσα, στο κέντρο, ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ, στη μέση, -, στη μέση του πουθενά, μικρομεσαία τάξη, της μικρομεσαίας τάξης, μέση ηλικία, Μεσαίωνας, μεσαία τάξη Αμερικάνων, κεντροδυτικές ΗΠΑ, κεντρική Αμερική, το μεσαίο Ντο του πιάνου, μεσαίο παιδί, μεσαία τάξη, μεσαία τάξη, που ανήκει στη μεσαία τάξη, της μεσαίας τάξης, μέσο αφτί, Μέση Ανατολή, μεσανατολικός, Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολή, από τη Μέση Ανατολή, μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδου, μεσαίο δάχτυλο, συμβιβασμός, αρχικό μεσαίου ονόματος, στελέχη μέσου επιπέδου, μεσαίο όνομα, μέτριος, μέσος, μέση οδός, μέση του δρόμου, πέρασμα του Ατλαντικού, γυμνάσιο, γυμνάσιο, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας, μεσήλικας, μέσου εισοδήματος, μεσάζων, μεσάζων, μεσάζων, μεσαίου μεγέθους, κορόιδο, ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση, η μέση του πουθενά, μεγαλοαστική τάξη, μεγαλοαστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης middle

μέση

noun (distance: halfway point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The 50-yard line is in the middle of the football field.
Η γραμμή του κέντρου βρίσκεται στη μέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου.

μέση

noun (centre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a dot in the middle of the circle.
Υπάρχει μία τελεία στη μέση (or: στο κέντρο) του κύκλου.

μέση

noun (time: halfway point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I lost interest in the middle of the film.
Βαρέθηκα στη μέση (or: στα μισά) της ταινίας.

μέσο

adjective (distance: halfway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He stopped to rest in the middle point of his journey.
Σταμάτησε να ξεκουραστεί στα μισά της διαδρομής του.

μεσαίος, ενδιάμεσος

adjective (intermediate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This project has five phases; we are currently working on one of the middle phases.
Αυτό το έργο έχει πέντε φάσεις. Αυτή τη στιγμή δουλεύουμε σε μία από τις μεσαίες φάσεις.

μεσαιωνικός

adjective (period of a language)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people don't realise that Chaucer wrote "The Canterbury Tales" in Middle English.
Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν ότι ο Τσόσερ έγραψε τις «Ιστορίες του Καντέρμπουρι» σε μεσαιωνικά αγγλικά.

μέση

noun (informal (waist)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His middle kept expanding, so he had to buy new, bigger clothes.
Η μέση του γινόταν ολοένα και πιο φαρδιά και έτσι έπρεπε να αγοράσει καινούρια, μεγαλύτερα ρούχα.

μέσος

noun (middle part of a syllogism)

In a syllogism, the middle is excluded from the conclusion.
Σε ένα συλλογισμό, ο μέσος (or: μέσος όρος) αποκλείεται από το συμπέρασμα.

στο κέντρο, στο μέσο

adverb (in the centre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The area in the middle is called the bull's eye.

μέσα

adverb (inside)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This pastry has custard in the middle.
Αυτό το γλύκισμα έχει κρέμα μέσα.

στο κέντρο

preposition (at the centre of) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Temple of Confucius is in the middle of the city.
Ο Ναός του Κομφούκιου είναι στο κέντρο της πόλης.

ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ

preposition (among)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the middle of the skyscrapers stood one tiny house.

στη μέση

preposition (still involved in) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were in the middle of an argument when the phone rang.
Είχαμε μια διαφωνία σε εξέλιξη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

-

preposition (still doing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I can't talk to you now. I'm in the middle of fixing dinner.
Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Ετοιμάζω το βραδινό.

στη μέση του πουθενά

expression (figurative (in an insignificant place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard lived out in the middle of nowhere.

μικρομεσαία τάξη

noun (income class)

της μικρομεσαίας τάξης

noun as adjective (of income class)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέση ηλικία

noun (mature years: 50s)

When Ray reached middle age, he knew he needed to do something to get his body in shape.

Μεσαίωνας

plural noun (medieval period)

Most European societies were feudal during the Middle Ages.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν φεουδαρχικές.

μεσαία τάξη Αμερικάνων

noun (middle-class Americans as a group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κεντροδυτικές ΗΠΑ

noun (geography: US Midwest)

κεντρική Αμερική

noun (links North and South America)

το μεσαίο Ντο του πιάνου

noun (music: central note on piano) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The music teacher played middle C so the choir could begin on key.

μεσαίο παιδί

noun ([sb] with older and younger siblings)

μεσαία τάξη

noun (educated, well-off people)

Their son is very rebellious and rejects the values of the middle class.

μεσαία τάξη

noun (between low and high income)

With hard work, their family rose up from the working class to the more comfortable middle class.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά την οικονομική κρίση η μεσαία τάξη έχει μετατοπιστεί προς τα χαμηλότερα στρώματα της εργατικής τάξης.

που ανήκει στη μεσαία τάξη, της μεσαίας τάξης

adjective (educated and well off)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She comes from a very nice middle class family.
Προέρχεται από μια πολύ συμπαθητική μεσοαστική οικογένεια.

μέσο αφτί

noun (middle portion of the ear)

Μέση Ανατολή

noun (eastern Mediterranean region)

Yemen is the poorest country in the Middle East.
Η Υεμένη είναι η φτωχότερη χώρα στη Μέση Ανατολή.

μεσανατολικός

noun as adjective (relating to the Middle East)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They were arguing about the country's Middle East policy.
Διαφωνούσαν για την πολιτική της χώρας όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα.

Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολή

adjective (of or from the Middle East)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Middle Eastern cuisine is one of the healthiest on earth.

από τη Μέση Ανατολή

adjective (Eastern Mediterranean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sumac is a Middle Eastern spice made from ground berries.

μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδου

(linguistics)

μεσαίο δάχτυλο

noun (longest finger)

The middle finger is between the index finger and the ring finger. To "give someone the bird" is to extend your middle finger in an obscene gesture.

συμβιβασμός

noun (compromise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He wants a city break whereas I want a beach holiday, so we will have to find some middle ground.
Θέλει διακοπές στην πόλη ενώ εγώ θέλω διακοπές στην θάλασσα, έτσι θα πρέπει να κάνουμε κάποιον συμβιβασμό.

αρχικό μεσαίου ονόματος

noun (first letter of middle name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother and I have different middle initials: his full initials are MJK and mine are MSK.

στελέχη μέσου επιπέδου

(echelon of administration)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεσαίο όνομα

noun (second or additional given name)

I never use my middle name. His first name was Michael, but everyone called him by his middle name, John.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον.

μέτριος, μέσος

adjective (figurative (average, mediocre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The band abandoned their experimental tendencies for a middle-of-the-road sound in an effort to sell more records.

μέση οδός

adjective (informal, figurative (politics: not extreme) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His politics then were very middle of the road; they became radical later.
Οι πεποιθήσεις του αρχικά ακολουθούσαν τη μέση οδό∙ αργότερα έγιναν ριζοσπαστικές.

μέση του δρόμου

noun (centre of a street) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The child froze in the middle of the road as the car sped towards him.
Το παιδί πάγωσε στη μέση του δρόμου καθώς το αυτοκίνητο επιτάχυνε προς το μέρος του.

πέρασμα του Ατλαντικού

(part of the Atlantic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυμνάσιο

noun (US (junior high)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Parental support plays a vital role in helping preteens and teens succeed in middle school.
Η υποστήριξη των γονέων είναι καίριας σημασίας και βοηθάει παιδιά της εφηβικής και προεφηβικής ηλικίας να τα πάνε καλά στο γυμνάσιο.

γυμνάσιο

noun (UK (school for ages 9-13)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My 11-year-old son is at middle school.

συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας

noun (bodily change)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεσήλικας

adjective (in mature adulthood)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The keenest internet shoppers are middle-aged men and women.

μέσου εισοδήματος

adjective (middle-class)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεσάζων

noun (go-between, intermediary)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I won't be your middleman; talk to her yourself!

μεσάζων

noun (intermediate trader)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The middlemen negotiated on behalf of their clients.

μεσάζων

noun (figurative (third party)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

μεσαίου μεγέθους

adjective (of medium dimensions)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κορόιδο

noun (UK (ball game) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση

adverb (informal (right in the centre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The golfer's shot landed smack in the middle of the lake.

η μέση του πουθενά

noun (figurative (remote place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγαλοαστική τάξη

noun (wealthy, highly-educated people)

Paying college tuitions nowadays can be difficult even for families in the upper middle class.

μεγαλοαστικός

noun as adjective (wealthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her upper-middle-class parents sent her to the best schools.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του middle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του middle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.