Τι σημαίνει το mulher στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mulher στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mulher στο πορτογαλικά.

Η λέξη mulher στο πορτογαλικά σημαίνει γυναίκα, γυναίκα, γυναικάκι, γυναίκα, γυναίκα, μαντάμ, γυναίκα, σύζυγος, σύζυγος, θηλυκός, τύπισσα, κοπελιά, γκόμενα, επιχειρηματίας, πρώην γυναίκα, πρώην σύζυγος, συλφίδα, γουνάκι, κυρία, σειρήνα, καθαρίστρια, τσούλα, πόρνη, afab, γυναίκα προς γυναίκα, γυναίκα-τρόπαιο, γυναίκα τρόπαιο, αστυνομικός, ενηλικίωση, γυναίκα, κοπέλα, επιχειρηματίας, παλιοϊνδιάνα, συγγενής, μέλος επιτροπής, γυναίκα του υποκόσμου, αστροναύτης, μέλος φυλής, γυναίκα των ονείρων μου, μεγάλη γυναίκα, γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί, εκδιδόμενη, γυναίκα καριέρας, μεγάλη κυρία, γυναικεία ενδύματα, παντρεμένη, ώριμη γυναίκα, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, ελεύθερη κοπέλα, ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα, εκλεπτυσμένη γυναίκα, νεαρή γυναίκα, εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία, βραχμανικής καταγωγής, γυναίκα των σπηλαίων, η μέση γυναίκα, λευκή, ελεύθερος άνθρωπος, Νεάντερταλ, παντρεμένο ζευγάρι, δικαιώματα των γυναικών, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, σκύλα, στρίγγλα, που ζει στο δάσος, γυναίκα των ονείρων μου, μαινάδα, εξωγήινη, τα δικαιώματα των γυναικών, Ασιάτισσα, μητέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mulher

γυναίκα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela é uma mulher bonita.
Είναι όμορφη γυναίκα.

γυναίκα

substantivo feminino (gíria, namorada) (αργκό: όχι σύζυγος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha mulher me trata bem.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καιρό έχουμε να τα πούμε! Πως είναι η γυναίκα; Είστε ακόμα μαζί;

γυναικάκι

substantivo feminino (esposa) (καθομ, ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu tenho que ir para casa, para minha mulher.

γυναίκα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela foi a primeira mulher que se tornou presidente.
Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να γίνει Πρόεδρος.

γυναίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ποιο είναι αυτό το μανούλι που μόλις μπήκε;

μαντάμ

substantivo feminino (παλαιό, ανεπ, ειρωνικό)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γυναίκα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύζυγος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Está casado com sua mulher (or: esposa) há três anos.
Είναι παντρεμένος με τη σύζυγό του εδώ και τρία χρόνια.

σύζυγος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

θηλυκός

(για ζώα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κατά τη διάρκεια του καύσωνα ο Τομ ζήλευε τις γυναίκες συναδέλφους του μπορούσαν να φοράνε πιο λεπτά ρούχα. // Ως γυναίκα, ορισμένες φορές προτιμώ τις γυναίκες γιατρούς για κάποια θέματα.

τύπισσα, κοπελιά

(informal) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu costumava trabalhar com uma garota daquela vizinhança.

γκόμενα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιχειρηματίας

(γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώην γυναίκα, πρώην σύζυγος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συλφίδα

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γουνάκι

(vulgar, gíria: pelos pubianos de mulher) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρήνα

(figurado: mulher sedutora, fatal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρίστρια

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσούλα, πόρνη

(vulgar) (υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

afab

locução adjetiva

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γυναίκα προς γυναίκα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γυναίκα-τρόπαιο, γυναίκα τρόπαιο

substantivo feminino (figurado, ofensivo!)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομικός

(membro da Polícia Feminina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενηλικίωση

(ηλικία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα, κοπέλα

(AUS, gíria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

παλιοϊνδιάνα

(προσβλητικό: ινδιάνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγγενής

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέλος επιτροπής

(γυαίκα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γυναίκα του υποκόσμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστροναύτης

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέλος φυλής

expressão (γυναίκα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυναίκα των ονείρων μου

substantivo feminino (ιδανική γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλη γυναίκα

Ela se veste como uma mulher feita, mas ainda é uma garota jovem.

γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί

substantivo feminino (arcaico: mulher casada) (παλαιό, χιουμοριστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκδιδόμενη

substantivo feminino (gíria, eufemismo: prostituta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα καριέρας

substantivo feminino (mulher ambiciosa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλη κυρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυναικεία ενδύματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παντρεμένη

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ώριμη γυναίκα

(mulher de meia-idade) (μεταφορικά)

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση

(mulher adulta que não menstrua mais)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Há muitas piadas sobre mulheres pós-menopausa loucas.

ελεύθερη κοπέλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα

(mulher adulta sem parceiro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκλεπτυσμένη γυναίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεαρή γυναίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία

(mulher com estilo e sofisticação)

βραχμανικής καταγωγής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα των σπηλαίων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η μέση γυναίκα

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λευκή

ελεύθερος άνθρωπος

Νεάντερταλ

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παντρεμένο ζευγάρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαιώματα των γυναικών

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος

expressão (εγώ και κάποιος άλλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκύλα, στρίγγλα

(καθομιλουμένη: υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που ζει στο δάσος

(informal) (συνήθως νομάς)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα των ονείρων μου

substantivo feminino (επιθυμητή γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαινάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξωγήινη

τα δικαιώματα των γυναικών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ασιάτισσα

substantivo feminino

μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mulher στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του mulher

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.