Τι σημαίνει το público στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης público στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του público στο πορτογαλικά.

Η λέξη público στο πορτογαλικά σημαίνει κοινό, δημόσιος, δημόσιος, ανοιχτός, δημόσιος, ανώνυμος, δημόσιος, δημόσιος, κοινό, κοινό, κοινό, κοινό, κοινό, κοινό, κοινό, φανερός, ολοφάνερος, εμφανής, κοινός, κοινόχρηστος, κρατικός, κοινό, αγορά, ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος, πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος, συγκοινωνία, για μαζική κατανάλωση, ανοιχτός στο κοινό, που έρχεται σε επαφή με το κοινό, δημόσια, περιφερειακός εισαγγελέας, περιφερειακή εισαγγελέας, δημόσιος υπάλληλος, αξιωματούχος, χαραμοφάης, κοινωνικό συμφέρον, κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει, πολιτική υπηρεσία, δημόσιος υπάλληλος, δημόσια ομιλία, δημόσια ομιλία, δημόσιο νοσοκομείο, ελεύθερη είσοδος, φως της δημοσιότητας, αργία, δημόσιες συγκοινωνίες, μέσα μαζικής μεταφοράς, κοινή μεταφορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό, σύστημα δημόσιας υγείας, δημόσιο αξίωμα, δημόσιο προφίλ, δημόσιος χώρος, δημόσιο τηλέφωνο, αναγνωστικό κοινό, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια, φουαγιέ, δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι, δημοσιοποιώ, κάνω δημόσια ανάγνωση, εισάγομαι στο χρηματιστήριο, κάνω γνωστό, διάσημος, επιφανής, ντελάλης, τελάλης, κοινωφελής παροχή, αποκαλύπτω, δημόσιος τομέας, αξιωματούχος, λειτουργός, δημόσιος υπάλληλος, παλαίστρα, κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης público

κοινό

substantivo masculino (o povo em geral) (γενικά ο κόσμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O público tem direito de saber.
Το κοινό έχει δικαίωμα να ξέρει.

δημόσιος

adjetivo (aberto a todos) (ανοιχτός σε όλους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está havendo uma reunião pública.
Μία δημόσια συνάντηση λαμβάνει χώρα.

δημόσιος

adjetivo (relativo ao governo) (κυβερνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Flávio entrou para o serviço público.
Ο Κιθ μπήκε σε δημόσια υπηρεσία.

ανοιχτός

adjetivo (μεταφορικά: όχι πριβέ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O cantor terá um casamento aberto ao público.

δημόσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A obra dele é de domínio público.

ανώνυμος

adjetivo (εταιρεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta é um empresa pública.

δημόσιος

adjetivo (do governo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maioria dos americanos frequenta a escola pública.
Οι περισσότεροι Αμερικάνοι πάνε σε δημόσιο.

δημόσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há muitos parques públicos na minha cidade.

κοινό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A audiência aplaudiu quando a performance acabou.
Οι θεατές χειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης.

κοινό

(γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esperamos que o novo programa de TV vá apelar para uma vasta audiência.
Ελπίζουμε ότι το νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα θα προσελκύσει ένα ευρύ κοινό.

κοινό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O artista atraiu um público pequeno.
Ο καλλιτέχνης προσέλκυσε ένα μικρό κοινό.

κοινό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O festival atraiu um público de jovens.
Το φεστιβάλ προσέλκυσε νεαρό κόσμο.

κοινό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O jogo de futebol de sábado deve ter um público de 20.000.

κοινό

substantivo masculino (povo em geral)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινό

substantivo masculino (público em geral)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele é um líder que gosta de se dirigir ao público regularmente.
Είναι ένας ηγέτης που του αρέσει να απευθύνεται τακτικά στον λαό.

φανερός, ολοφάνερος, εμφανής

(não oculto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alex deu um olhar declarado de antipatia a Nathan.
Ο Άλεξ έριξε στον Νέιθαν ένα βλέμμα απροκάλυπτης αντιπάθειας.

κοινός, κοινόχρηστος

adjetivo (partilhado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινό

substantivo masculino (consumidores conscientes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος

substantivo masculino (grupo selecionado ou consumidores)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος

(população selecionada) (για έρευνα)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συγκοινωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

για μαζική κατανάλωση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανοιχτός στο κοινό

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έρχεται σε επαφή με το κοινό

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημόσια

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περιφερειακός εισαγγελέας, περιφερειακή εισαγγελέας

δημόσιος υπάλληλος

αξιωματούχος

(que têm um ofício público)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χαραμοφάης

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνικό συμφέρον

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O trem do metrô ficou preso entre as estações por 30 minutos, durante os quais o artista de rua teve um público cativo.

πολιτική υπηρεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσιος υπάλληλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι χαλάνε το όνομα της κυβέρνησης.

δημόσια ομιλία

(falar para uma audiência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσια ομιλία

(falar para uma audiência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσιο νοσοκομείο

substantivo masculino (instalação médica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερη είσοδος

locução adjetiva

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O evento é aberto ao público; todos são bem-vindos para visitar a faculdade e saber mais sobre as atividades.

φως της δημοσιότητας

(atenção do público em geral)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αργία

(dia nacional de folga)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η 4η Ιουλίου είναι αργία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

δημόσιες συγκοινωνίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A neve parou o transporte público.
Το χιόνι διέκοψε τη λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών.

μέσα μαζικής μεταφοράς

(meio de transporte tarifado)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κοινή μεταφορά

(transporte público e frete)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(jurid.)

δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό

(em benefício de todos)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα δημόσιας υγείας

(serviços médicos disponíveis para todos)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημόσιο αξίωμα

(posição no governo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Πολλοί άξιοι άνθρωποι είναι αρνητικοί στο να βάλουν υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα λόγω του ελέγχου από τα μέσα ενημέρωσης.

δημόσιο προφίλ

(rede social: detalhes visíveis a todos) (κοινωνική δικτύωση)

δημόσιος χώρος

(área ou lugar acessível a todos)

δημόσιο τηλέφωνο

(telefone pago acessível a todos)

αναγνωστικό κοινό

(pessoas às quais um texto ou livro é dirigido)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών

(tíquete pré-pago de transporte público)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

substantivo masculino

ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια

substantivo masculino

φουαγιέ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημοσιοποιώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω δημόσια ανάγνωση

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισάγομαι στο χρηματιστήριο

expressão verbal (για εταιρεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω γνωστό

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάσημος, επιφανής

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Κέιτ Μίντλετον είναι διάσημη από τότε που αρραβωνιάστηκε τον Πρίγκιπα Ουίλιαμ.

ντελάλης, τελάλης

substantivo masculino (histórico) (δημόσιος κήρυκας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωφελής παροχή

(grátis para o público)

αποκαλύπτω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημόσιος τομέας

substantivo masculino (serviço civil)

αξιωματούχος, λειτουργός

(governo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Um legista é um funcionário público.
Ο ανακριτής είναι αξιωματούχος (or: λειτουργός) του κράτους.

δημόσιος υπάλληλος

παλαίστρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια

expressão verbal (ανάλογα την περίπτωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του público στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του público

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.