Τι σημαίνει το petty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης petty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του petty στο Αγγλικά.

Η λέξη petty στο Αγγλικά σημαίνει ασήμαντος, ανούσιος, μικρός, μικροπρεπής, μικροπρεπής, αισχρός, αρχικελευστής, μεσοαστός, μεσοαστικός, χρήματα για μικροέξοδα, πλημμελήματα, πταίσματα, κελευστής, κελεύστρια, δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, μικροκλοπή, κλέφτης, κλέφτρα, στενόμυαλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης petty

ασήμαντος, ανούσιος

adjective (small and unimportant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul was tired of listening to Martin's petty grievances.
Ο Πωλ κουράστηκε να ακούει τα ασήμαντα παράπονα του Μάρτιν.

μικρός

adjective (not serious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jake hasn't got enough money to go on holiday this year, but that's a petty problem compared to what some people have to deal with.
Ο Τζέικ δεν είχε αρκετά χρήματα για να πάει διακοπές φέτος, αλλά αυτό είναι ένα ασήμαντο πρόβλημα σε σύγκριση με το τι έχουν να αντιμετωπίσουν άλλοι άνθρωποι.

μικροπρεπής

adjective (person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm sure the only reason Polly is refusing to help me with this project is because I forgot to phone her yesterday; she's so petty.
Είμαι σίγουρος πως ο μόνος λόγος που η Πόλυ αρνείται να με βοηθήσει με αυτό το πρότζεκτ είναι πως ξέχασα να της τηλεφωνήσω χτες. Είναι τόσο μικροπρεπής.

μικροπρεπής, αισχρός

adjective (mean)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim's petty revenge took the form of telling the boss about the personal phone calls his colleague had been making.
Η μικροπρεπής εκδίκηση του Τιμ ήταν να μιλήσει στο αφεντικό του για τα προσωπικά τηλεφωνήματα που έκανε ο συνάδελφός του.

αρχικελευστής

noun (navy: noncommissioned officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μεσοαστός

noun (disapproving (member of the middle class)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεσοαστικός

adjective (disapproving (middle-class, conventional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χρήματα για μικροέξοδα

noun (funds kept for minor expenses) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We keep the petty cash in a small metal box with a lock.

πλημμελήματα, πταίσματα

noun (minor offences)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He has several convictions for petty crime.

κελευστής, κελεύστρια

noun (navy: noncommissioned officer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Schneider served in the U.S. Navy for two years and reached the rank of petty officer.

δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

noun (copyright)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μικροκλοπή

noun (stealing [sth] of low value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shoplifter was accused of petty theft.

κλέφτης, κλέφτρα

noun (criminal: steals small amounts)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Smith gained a reputation for being a petty thief.

στενόμυαλος

adjective (concerned about unimportant issues)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του petty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του petty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.