Τι σημαίνει το piss στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης piss στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piss στο Αγγλικά.

Η λέξη piss στο Αγγλικά σημαίνει τσίσα, κάνω τσίσα, κάνω πιπί, τσίσα, χασομερώ, ξοδεύω, σπαταλώ, βρέχει καρεκλοπόδαρα, τσατίζω, νευριάζω, την κάνω, μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια, πάω να τα πιω, μυξοκλαίω, αϊ γαμήσου, κατουριέμαι, κλαίω από τα γέλια, ρίχνω ένα κατούρημα, κοροϊδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης piss

τσίσα

noun (vulgar, slang (urine) (καθομιλουμένη, παιδικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Max watched his piss splash into the toilet bowl.
Ο Μαξ παρακολουθούσε το πιπί του να χύνεται στην τουαλέτα.

κάνω τσίσα, κάνω πιπί

intransitive verb (vulgar, slang (urinate) (καθομιλουμένη, παιδικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert pissed against the wall.
Ο Ρόμπερτ κατούρησε πάνω στον τοίχο.

τσίσα

noun (vulgar, slang (act of urinating) (καθομιλουμένη, παιδικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
John went behind the tree for a piss.
Ο Τζον πήγε πίσω από το δέντρο για κατούρημα.

χασομερώ

phrasal verb, intransitive (UK, slang (waste time, dawdle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξοδεύω, σπαταλώ

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, slang (waste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark won the lottery, but within a year, he'd pissed it all away. This is your last chance to make something of your life, so don't piss it away.

βρέχει καρεκλοπόδαρα

phrasal verb, intransitive (vulgar, slang (rain heavily) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

τσατίζω, νευριάζω

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, slang (annoy, anger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That guy really pisses me off!
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

την κάνω

phrasal verb, intransitive (slang, vulgar (leave, go) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια

adjective (figurative, vulgar, slang (person: energetic, lively) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, aren't you full of piss and vinegar today! Why so enthusiastic?

πάω να τα πιω

verbal expression (UK, vulgar, slang (visit pubs or bars to get drunk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μυξοκλαίω

verbal expression (vulgar, slang (complain, whine) (αποδοκιμασίας, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't want to hear any more pissing and moaning about not being able to use your cell phones, kids - we're camping!

αϊ γαμήσου

interjection (slang, vulgar (go away) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κατουριέμαι

transitive verb and reflexive pronoun (vulgar, slang (urinate in underpants)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλαίω από τα γέλια

transitive verb and reflexive pronoun (vulgar, figurative, slang (laugh)

Some of the things he said were so funny, I was pissing myself.

ρίχνω ένα κατούρημα

verbal expression (vulgar, slang (urinate) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοροϊδεύω

verbal expression (UK, vulgar, figurative, slang (mock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piss στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του piss

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.