Τι σημαίνει το saber στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saber στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saber στο πορτογαλικά.

Η λέξη saber στο πορτογαλικά σημαίνει ξέρω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, ξέρω, μαθαίνω, γνώση, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, ξέρω, είμαι σε απόγνωση, καλό αυτό, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, δηλαδή, δεν ξέρω, δε με νοιάζει, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, ξέρω απέξω, ξέρω με σιγουριά, ξέρω πολύ καλά, ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται, είμαι πολύ καλός σε κτ, έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλα, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, ξέρω να κάνω κτ, δεν ξέρω, γνωρίζω εκ των προτέρων, μαθαίνω για κτ, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, έχω νέα από, που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, Ένας Θεός ξέρει, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, αναρωτιέμαι, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saber

ξέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sei a resposta.
Γνωρίζω την απάντηση.

ξέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sabe que chegamos?
Γνωρίζει ότι ήρθαμε;

ξέρω, γνωρίζω

verbo transitivo (παγιωμένη γνώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela só tem três anos, mas já sabe o alfabeto.
Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα.

ξέρω, γνωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você não sabe, então precisamos encontrar alguém que saiba.
Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.

ξέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela sabe tocar piano.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαθαίνω

(ter conhecimento) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu só soube ontem que ele tinha morrido.
Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε.

γνώση

(conhecimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cada comunidade tem sua sabedoria coletiva.

καταλαβαίνω, συμπεραίνω

(ficar sabendo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu soube que você a odeia. Isso é verdade?

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele entende de futebol melhor que ninguém.
Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα.

είμαι σε απόγνωση

expressão

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Η Κάθι ήταν σε απόγνωση όταν ο γιος της δε γύρισε σπίτι από το σχολείο.

καλό αυτό

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μπορώ να πω με σιγουριά

expressão (difícil de determinar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)

δεν ξέρω

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não faz sentido me perguntar; Eu não sei. Não sei a resposta para esse complicado problema de matemática!

δε με νοιάζει

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Você não pode ir vestida assim, você vai se resfriar." "Eu não me importo."
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω απέξω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω με σιγουριά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω πολύ καλά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται

expressão (informal, figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι πολύ καλός σε κτ

expressão (informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλα

locução verbal (informal, ser arrogante e dogmático) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω να κάνω κτ

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ξέρεις κολύμπι;

δεν ξέρω

locução verbal (gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando questionado, Eric continuou encolhendo os ombros e dizendo: "Não sei."

γνωρίζω εκ των προτέρων

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

μαθαίνω για κτ

Como você soube sobre a nossa empresa? As crianças estão aprendendo sobre Idade Média na aula de história.
Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας.

γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω ενστικτωδώς

(κτ ή ότι/πως)

δεν ξέρω τίποτα

locução verbal (estar desinformado) (για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω νέα από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você soube do David? Ela não sabe do irmão dela faz 3 meses.
Έχεις νέα από τον Ντέιβιντ αυτές τις μέρες; Δεν έχει νέα από τον αδερφό της εδώ και 3 μήνες.

που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μετά από τρεις ώρες που προσπαθούσε να φτιάξει το φωτοτυπικό ο Ντέιβ δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει.

Ένας Θεός ξέρει

(é incerto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Θα μου άρεσε πολύ να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα αλλά δεν ξέρω.

γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναρωτιέμαι

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queria saber se estaria interessado em comprar este carro aqui.
Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

locução verbal (não ter experiência)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ

Eu soube de sua mãe que você vai se casar mês que vem.
Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saber στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του saber

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.