Τι σημαίνει το eu στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης eu στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του eu στο πορτογαλικά.

Η λέξη eu στο πορτογαλικά σημαίνει εγώ, εγώ, εαυτός, εγώ, προσωπικά, εαυτός, παρομοίως, όσον αφορά εμένα, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όπως έλεγα, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, έχω, είμαι, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, είμαι από, κατάγομαι από, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, μακάρι να, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, αν ήμουν στη θέση σου, θα ήθελα κτ, κι εγώ, σκασίλα μου!, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σε λατρεύω, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, είμαι καλά, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, είμαι καλά, συγγνώμη, και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο, τι με νοιάζει εμένα;, δεν βάζω και στοίχημα, εσωτερικός εαυτός, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, είχα, εμπιστευτικός, πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως, θα ήθελα, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, είμαι καλά, το έχω, είμαι καλά, λυπάμαι, νομίζω, κι εγώ, κι εγώ το ίδιο, κέρασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης eu

εγώ

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Eu te amo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εγώ είμαι ψηλότερη από την αδερφή μου.

εγώ

pronome

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Como estabelecer uma distinção entre o eu e o não eu?

εαυτός

substantivo masculino (verdadeira natureza)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele mostrou seu eu verdadeiro com aquele ato de coragem.
Έδειξε τον πραγματικό του εαυτό με αυτήν τη γενναία πράξη.

εγώ

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Δεν συμφωνεί με το να έρθω εγώ να σε επισκεφτώ.

προσωπικά

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εαυτός

(individualidade, identidade) (ταυτότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela voltou a ser a mesma de antigamente.
Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της.

παρομοίως

(formal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah disse a Tom que curtiu o encontro deles, e ele respondeu: "Igualmente."
Η Σάρα είπε στον Τομ ότι πέρασε καλά στο ραντεβού τους και αυτός αποκρίθηκε, «και εγώ το ίδιο».

όσον αφορά εμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu marido está indo trabalhar. Quanto a mim, vou ficar em casa e cuidar do bebê.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pelo que sei, o banco aprovou o empréstimo. O chefe está no escritório, pelo que sei.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

όπως έλεγα

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu sou o melhor garçom neste restaurante.
Είμ' ο καλύτερος σερβιτόρος σε αυτό το εστιατόριο.

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

είμαι από, κατάγομαι από

expressão (para informar local de origem)

Eu sou da Polônia, embora tenha vivido em Londres por mais de dez anos já.
Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια.

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μακάρι να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu gostaria que pudéssemos conversar sobre o que está incomodando você.
Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

locução adverbial (expressão)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν ήμουν στη θέση σου

expressão

θα ήθελα κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα ήθελα τον κρασάτο κόκκορα, παρακαλώ.

κι εγώ

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você vai para a festa dela? Eu também! Te encontro lá.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα Σαββατοκύριακα κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί. - Το ίδιο κι εγώ.

σκασίλα μου!

interjeição (expressão de não se importar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu te amo, mãe!
Σ' αγαπώ μαμά!

σε λατρεύω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι καλά

interjeição

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu estou bem! Mas, como está você? "Como está você?" - "Eu estou bem, obrigado!"
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι;

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu te amo tanto que não posso ficar separado de você.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

είμαι καλά

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Como está você?" "Eu estou bem, obrigado."
«Τι κάνεις;» «Είμαι καλά, ευχαριστώ.»

συγγνώμη

interjeição

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu sinto muito por ter quebrado sua luminária favorita.
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι με νοιάζει εμένα;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν βάζω και στοίχημα

εσωτερικός εαυτός

substantivo masculino

τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suponho que você esteja com fome depois de sua longa caminhada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου;

είχα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu havia estado na França antes, mas esta foi a primeira vez que visitei Paris.

εμπιστευτικός

expressão (confidencial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θα ήθελα

(forma polida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu gostaria que você se envolvesse mais no site da comunidade.
Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας.

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu te amo e quero passar o resto da minha vida com você.
Σ' αγαπώ και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου.

είμαι καλά

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu estou bem, obrigado! Tenho tudo de que preciso.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

το έχω

interjeição (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não se preocupe em lavar os pratos. Eu cuido disso.
Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των πιάτων. Το 'χω εγώ.

είμαι καλά

interjeição (δεν θέλω άλλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Você gostaria de outro pedaço de pizza?" "Não, obrigado, eu estou satisfeito."
«Θα ήθελες ακόμη ένα κομμάτι πίτσα;»«Όχι, ευχαριστώ, είμαι καλά.»

λυπάμαι

interjeição

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu sinto muito por sua perda.
Λυπάμαι για την απώλειά σας.

νομίζω

expressão (cômico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κι εγώ, κι εγώ το ίδιο

expressão (concordar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Estou tão cansado que poderia dormir na minha mesa." "Eu também."

κέρασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quer sair para tomar uma bebida? Por minha conta!
Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του eu στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του eu

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.