Τι σημαίνει το sending στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sending στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sending στο Αγγλικά.
Η λέξη sending στο Αγγλικά σημαίνει στέλνω, εκπέμπω, στέλνω, αποστέλλομαι, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, επιστρέφω, χώνω μέσα, αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο, καλώ, φωνάζω, στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ, παραγγέλνω, βγάζω, εκπέμπω, αναδίνω, ταχυδρομώ, αποστέλλω, στέλνω, στέλνω, στέλνω ταχυδρομικώς, παραγγέλνω, μεταφέρω, μεταδίδω, στέλνω, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, στέλνω σημείωμα, απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω, παραγγέλνω, προωθώ, στέλνω, στέλνω, αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα, προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω, στέλνω μήνυμα, παρωδία, αποχαιρετισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sending
στέλνωtransitive verb (cause to go) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He sent the message to his friend. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σας αποστέλλω τα παρακάτω έγγραφα, όπως μου ζητήσατε. |
εκπέμπω, στέλνωtransitive verb (emit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The radio station is sending a signal. Ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σήμα. |
αποστέλλομαιintransitive verb (informal (be transmitted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The data is still sending. |
στέλνωtransitive verb (cause to be transmitted) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Simply click to send the e-mail. |
στέλνωtransitive verb (compel to go) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John's wife sent him to the store for milk. |
στέλνωtransitive verb (deliver) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please send the package by airmail. |
στέλνωtransitive verb (grant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Send us a sign, oh Lord! |
στέλνωintransitive verb (formal (dispatch message, agent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We sent to London for news. Στείλαμε κάποιον στο Λονδίνο για να μάθουμε τα νέα. |
στέλνωtransitive verb (slang, dated (delight) (αργκό, παλαιό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That movie really sends me. Αυτή η ταινία με έστειλε. |
επιστρέφωphrasal verb, transitive, separable (return: an item) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If mail-order clothes do not fit, you can usually send them back to the supplier. Εάν τα ρούχα που έχεις παραγγείλει δεν σου κάνουν μπορείς συνήθως να τα επιστρέψεις στον προμηθευτή. |
χώνω μέσαphrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (law: sentence to prison) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnno's been arrested again; he's going to get sent down this time for sure! |
αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιοphrasal verb, transitive, separable (UK (expel from university) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William's parents were furious when he was sent down for smoking cannabis. Οι γονείς του Ουίλιαμ εξοργίστηκαν, όταν αυτός αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω χρήσης κάνναβης. |
καλώ, φωνάζωphrasal verb, transitive, inseparable (summon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He is very ill, I think we should send for his parents to take him home. |
στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτphrasal verb, transitive, separable (ask or order: [sb] to fetch [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The doctor sent his assistant for some warm water. |
παραγγέλνωphrasal verb, transitive, inseparable (order for [sth] to be brought) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spring is almost here; it's time to send for my seeds. |
βγάζωphrasal verb, transitive, separable (release, issue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκπέμπω, αναδίνωphrasal verb, transitive, separable (emit, give off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταχυδρομώ, αποστέλλωphrasal verb, transitive, separable (post, mail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στέλνωphrasal verb, transitive, separable (direct [sb]) (κάποιον κάπου ή σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The general sent more soldiers off into battle. Ο στρατηγός έστειλε και άλλους στρατιώτες στη μάχη. |
στέλνωphrasal verb, transitive, separable (mail, post) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I went to the post office and sent off a package to my friend. Πήγα στο ταχυδρομείο και έστειλα ένα δέμα στον φίλο μου. |
στέλνω ταχυδρομικώςphrasal verb, transitive, separable (distribute by mail) Political campaign teams send out letters of thanks to financial donors. Οι ομάδες των πολιτικών εκστρατειών στέλνουν ταχυδρομικώς ευχαριστήριες επιστολές στους χρηματοδότες τους. |
παραγγέλνωphrasal verb, transitive, inseparable (food: order to be delivered) (φαγητό, ντελίβερι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω, μεταδίδωphrasal verb, transitive, separable (transmit, transfer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me know your email address and I'll send the report over. |
στέλνωphrasal verb, transitive, separable (convey or transmit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cell phone towers are down because of the natural disaster, so we can't send calls or messages through. The server was down, so we were unable to send messages through. |
γελοιοποιώ, διακωμωδώphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (mock, parody) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In 1962 and 63, the programme "That was the week that was" would send up politicians on BBC television. |
στέλνω σημείωμαverbal expression (mail a short letter) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω(dismiss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραγγέλνωverbal expression (order by post) (μέσω ταχυδρομείου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sent away for some personalised T-shirts. |
προωθώ(forward) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will send on this letter to the former tenant. |
στέλνω(circulate, distribute) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στέλνω(cause [sb] to visit a place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύσταverbal expression (lull, make sleepy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The professor's voice would send the class to sleep. |
προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζωverbal expression (figurative (bore) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The professor's voice would send the class to sleep. |
στέλνω μήνυμαverbal expression (convey a message) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρωδίαnoun (informal (parody) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποχαιρετισμόςnoun (informal (act of saying farewell) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Audrey's colleagues gave her a great sendoff when she left for her new job. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sending στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sending
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.