Τι σημαίνει το posting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης posting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posting στο Αγγλικά.

Η λέξη posting στο Αγγλικά σημαίνει απόσπαση, δημοσίευση, ανάρτηση, τήρηση βιβλίων, ταχυδρομείο, ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail, email, e-mail, ταχυδρομικός, ταχυδρομώ, στέλνω με email, στέλνω, στέλνω mail, στέλνω email, ταχυδρομείο, αλληλογραφία, ταχυδρομείο, θέση, φυλάκιο, στρατόπεδο, στέλνω, αναρτώ, αναρτώ, δημοσιεύω, θέση, σταθμός εμπορικών συναλλαγών, κολόνα, δοκάρι, δημοσίευση, ανάρτηση, ενδορριζικός άξονας, μετα-, καλύπτω, δημοσιεύω, βάζω, σημειώνω, περνάω, τοποθετώ κπ σε κτ, τοποθετώ, αγγελία για θέση εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης posting

απόσπαση

noun (work placement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ian is currently on a posting abroad; he's working in Paris for six months.

δημοσίευση, ανάρτηση

noun (internet message)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patricia's posting has been read two hundred times.

τήρηση βιβλίων

noun (account keeping)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
With many sub-ledgers, posting can be a time-consuming process.

ταχυδρομείο

noun (mainly US, uncountable (postal delivery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mail has not arrived yet.
Δεν έφτασε ακόμη το ταχυδρομείο.

ταχυδρομείο

noun (uncountable (postal system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mail in other countries is slow.
Η ταχυδρομική υπηρεσία σε άλλες χώρες είναι πολύ αργή.

αλληλογραφία

noun (mainly US, uncountable (letters, parcels, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put today's mail on the table.
Άφησα τη σημερινή αλληλογραφία στο τραπέζι.

mail, email, e-mail

noun (e-mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My computer makes a sound to let me know I've got mail.
Ο υπολογιστής μου κάνει έναν ήχο κάθε φορά που έχω mail.

ταχυδρομικός

noun as adjective (postal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve and his wife are both mail workers.
Ο Στιβ και η γυναίκα του είναι και οι δύο ταχυδρομικοί υπάλληλοι.

ταχυδρομώ

transitive verb (uncountable (send by post)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to mail a letter today.
Θα στείλω το γράμμα σήμερα ταχυδρομικά (or: μέσω ταχυδρομείου).

στέλνω με email

(informal (send by e-mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please mail the file to me.
Σε παρακαλώ στείλε μου το αρχείο με email.

στέλνω

transitive verb (informal (send an e-mail to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you mail me the details?
Μπορείς να μου στείλεις ηλεκτρονικά (or: μέσω email) τις λεπτομέρειες;

στέλνω mail, στέλνω email

intransitive verb (informal (correspond by e-mail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer to talk on the telephone, but many people just mail.
Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.

ταχυδρομείο

noun (UK, uncountable (mail delivery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bill is going out in today's post.
Ο λογαριασμός θα σταλεί με το σημερινό ταχυδρομείο.

αλληλογραφία

noun (UK, uncountable (mail: letters, parcels, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you check today's post for the letter from the bank?
Μπορείς να δεις αν είναι η επιστολή από την τράπεζα στη σημερινή αλληλογραφία;

ταχυδρομείο

noun (UK, uncountable (mail delivery system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The post is slow in rural areas.
Το ταχυδρομείο καθυστερεί στις αγροτικές περιοχές.

θέση

noun (job, position) (εργασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lee was hired for a post in government.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πόστο του είναι στην αποθήκη και σηκώνει βάρη όλη μέρα.

φυλάκιο

noun (military station)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldiers were sent to a surveillance post near the front lines.
Οι στρατιώτες στάλθηκαν σε ένα φυλάκιο παρακολούθησης κοντά στην πρώτη γραμμή.

στρατόπεδο

noun (military camp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sergeant is respected on this post.
Ο λοχίας χαίρει εκτίμησης σε αυτό το στρατόπεδο.

στέλνω

transitive verb (UK (send by mail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I posted the letter today.
Έστειλα το γράμμα σήμερα.

αναρτώ

transitive verb (display on notice board, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The professor posted the test results in the hallway.
Ο καθηγητής ανάρτησε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στον διάδρομο.

αναρτώ, δημοσιεύω

transitive verb (share on internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She posted her favorite quote on her profile page.
Ανάρτησε (or: Δημοσίευσε) την αγαπημένη της φράση στη σελίδα του προφίλ της.

θέση

noun (place where task is carried out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Last year, Janine helped construct wells at her post in Africa.

σταθμός εμπορικών συναλλαγών

noun (trading post)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The trappers entered the trading post.

κολόνα

noun (pole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car hit a post.

δοκάρι

noun (goalpost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ball bounced off the post.

δημοσίευση, ανάρτηση

noun (forum message)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The third post in the thread had the answer he was looking for.

ενδορριζικός άξονας

noun (rod used to repair tooth structure) (για δόντια)

The dentist fitted her with a post to keep the crown stable.

μετα-

prefix (after, later)

On Sundays I enjoy a post-lunch stroll in the park. The country experienced an economic boom in the postwar years.
Τις Κυριακές απολαμβάνω μια βόλτα στο πάρκο μετά το μεσημεριανό.

καλύπτω

transitive verb (cover with posters) (με αφίσες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boys posted the fence with concert advertisements.
Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας.

δημοσιεύω

transitive verb (publish, advertise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company posted the job vacancies in the newspaper.
Η εταιρεία δημοσίευσε τις κενές θέσεις εργασίας στην εφημερίδα.

βάζω

transitive verb (US (score)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The visiting team posted a goal in the first half.
Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα.

σημειώνω

transitive verb (mark in a ledger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The business posted a profit.
Η επιχείρηση σημείωσε κέρδη.

περνάω

transitive verb (update a ledger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Post today's numbers in the general ledger.
Πέρνα τους σημερινούς αριθμούς στο γενικό εμπορικό βιβλίο.

τοποθετώ κπ σε κτ

(often passive (assign [sb] to a station)

The enlisted man was posted to a sniper unit near the town.
Ο στρατολογημένος άνδρας τοποθετήθηκε σε μια μονάδα ελεύθερων σκοπευτών κοντά στην πόλη.

τοποθετώ

(assign [sb] to a job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was posted from headquarters to a field office.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο διευθυντής τοποθέτησε τη Μαρία σε μια θέση που απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα.

αγγελία για θέση εργασίας

noun (advertisement for employees)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του posting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.