Τι σημαίνει το shipping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shipping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shipping στο Αγγλικά.

Η λέξη shipping στο Αγγλικά σημαίνει πλοία, σκάφη, μεταφορά, αποστολή, έξοδα αποστολής, πλοίο, στέλνω, στέλνω κτ σε κτ, αποστέλλομαι, -, -, -, μεταθέτω, αεροπλάνο, μαζεύω, πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους, μεταφορά με επίγεια μέσα, διεύθυνση αποστολής, αποστολή και παραλαβή, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, υπεύθυνος αποστολής, υπεύθυνη αποστολής, ναυτιλιακή εταιρεία, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, κιβώτιο, ημερομηνία αποστολής, αποβαθρα φορτωσης, έξοδα αποστολής, οδηγίες αποστολής, φορτωτική, οδός ναυσιπλοΐας, δηλωτικό φορτίου, λογότυπο κατασκευαστή, ναυτιλιακή εταιρεία, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, κατάσταση αποστολής, χρόνος παράδοσης, βάρος φορτίου, ναυπηγείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shipping

πλοία, σκάφη

noun (transportation: boats)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The coastguard issued a warning to all shipping in the area.
Η ακτοφυλακή εξέδωσε προειδοποίηση προς όλα τα σκάφη στην περιοχή.

μεταφορά

noun (transportation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company is revising its budget for shipping.
Η εταιρεία επανεξετάζει τον προϋπολογισμό της για τις αποστολές.

αποστολή

noun (shipment or sending of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shipping of goods normally takes place within twenty-four hours of payment.
Η αποστολή των προϊόντων γίνεται συνήθως μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες από την πληρωμή.

έξοδα αποστολής

noun (charge for transportation)

Shipping for this order is £2.95.
Τα έξοδα αποστολής για αυτήν την παραγγελία είναι 2,95 λίρες.

πλοίο

noun (large boat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship with all the merchandise should arrive on January 24.
Το καράβι με όλο το εμπόρευμα αναμένεται να φτάσει στις 24 Ιανουαρίου.

στέλνω

transitive verb (send: goods)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will ship the books tomorrow.
Θα αποστείλουμε τα βιβλία αύριο.

στέλνω κτ σε κτ

(send or post to)

I requested that the company ship my order to my home address.
Ζήτησα από την εταιρία να αποστείλει την παραγγελία στη διεύθυνση του σπιτιού μου.

αποστέλλομαι

intransitive verb (goods: be sent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The product will ship tomorrow.
Το προϊόν θα αποσταλεί αύριο.

-

suffix (noun: denotes skill) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: penmanship, swordsmanship, workmanship

-

suffix (noun: denotes state) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: friendship, fellowship, comradeship

-

suffix (noun: denotes rank) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: Ladyship

μεταθέτω

transitive verb (figurative (relocate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His company shipped him to Richmond to open a new office.
Η εταιρεία του τον μετέθεσε στο Ρίτσμοντ για να ανοίξει νέο γραφείο.

αεροπλάνο

noun (informal (plane)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's get this ship off the ground!

μαζεύω

transitive verb (stow: oars)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rowers shipped their oars as they pulled into shore.
Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή.

πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους

noun (direct shipping to retailer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεταφορά με επίγεια μέσα

noun (delivery by train or road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεύθυνση αποστολής

noun (delivery destination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Customers may stipulate a billing address different from the shipping address.

αποστολή και παραλαβή

noun (delivery and collection of freight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery fee)

έξοδα αποστολής

noun (US (cost to customer of transporting goods)

υπεύθυνος αποστολής, υπεύθυνη αποστολής

noun ([sb] who prepares consignments for delivery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ναυτιλιακή εταιρεία

noun (business that sends goods overseas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some shipping companies only send goods within the country.

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery charge)

έξοδα αποστολής

noun (charge for transporting goods)

κιβώτιο

noun (large container for cargo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημερομηνία αποστολής

noun (day when a consignment is sent out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποβαθρα φορτωσης

noun (where cargo is loaded)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery charge)

οδηγίες αποστολής

plural noun (directions for delivery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορτωτική

noun (bill enclosed with a consignment)

οδός ναυσιπλοΐας

(navigational route)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δηλωτικό φορτίου

noun (bill or inventory enclosed with a consignment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λογότυπο κατασκευαστή

noun (manufacturer's label)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shipping mark tells you in which country the product was manufactured.

ναυτιλιακή εταιρεία

noun (company that delivers goods)

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery charge)

έξοδα αποστολής

noun (charge for transporting goods)

κατάσταση αποστολής

noun (stage of delivery reached by a consignment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρόνος παράδοσης

noun (period taken for delivery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάρος φορτίου

noun (heaviness of freight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ναυπηγείο

noun (place where ships are constructed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shipping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shipping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.