Τι σημαίνει το egg στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης egg στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του egg στο Αγγλικά.

Η λέξη egg στο Αγγλικά σημαίνει αυγό, αβγό, αυγό, αβγό, ωάριο, αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό, καρύδι, πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπ, προτρέπω, παρακινώ, υποκινώ, παλιάνθρωπος, κλούβιο αυγό, χτυπητό αυγό, βραστό αυγό, σοκολατένιο αυγό, γεμιστό αυγό, αβγό πάπιας, σοκολατένιο αυγό, Πασχαλινό αυγό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών, χτυπητήρι αυγών, χτυπητήρι αβγών, χάρτινη συσκευασία αυγών, ωάριο, αυγουλιέρα, σούπα με αυγά, κινέζικη σούπα με αβγά, εγκ ρολ, αυγοσαλάτα, αβγοσαλάτα, χρονόμετρο για αυγά, ασπράδι, κρόκος, ωοειδής, αυγοδάρτης, ποδήλατο, ελικόπτερο, eggnog, αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής, τηγανητό αυγό, στήθος πλάκα, καλός άνθρωπος, σφιχτό βραστό αβγό, γεννάω, οικονομίες, οολιτικός ασβεστόλιθος, αβγό τουρσί, τιρκουάζ, τιρκουάζ, σκωτσέζικα αβγά, χτυπητά αβγά, μελάτο αβγό, πιάτο με αυγό μαγειρεμένο μέσα σε ψωμί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης egg

αυγό, αβγό

noun (eaten as food) (τρόφιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She ate two boiled eggs for breakfast.
Έφαγε δυο βραστά αυγά (or: αβγά) για πρόγευμα.

αυγό, αβγό

noun (bird, reptile: shell with embryo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most birds lay their eggs in the spring.
Τα περισσότερα πουλιά γεννούν τα αυγά (or: αβγά) τους την άνοιξη.

ωάριο

noun (woman, female mammal: ovum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A woman has a set number of eggs that she is born with.
Κάθε γυναίκα έχει καθορισμένο αριθμό ωαρίων από τη γέννησή της.

αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό

transitive verb (cookery: coat in egg) (με πινέλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
First you egg the chicken pieces, then you roll them in flour.
Πρώτα βουτήξτε τα κομμάτια κοτόπουλου σε αυγό, μετά κυλίστε τα στο αλεύρι.

καρύδι

noun (US, dated, figurative (fellow) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That guy is a difficult egg to crack.
Αυτός ο τύπος είναι σκληρό καρύδι.

πετάω αβγά σε κτ/κπ, πετάω αυγά σε κτ/κπ

transitive verb (often passive (throw eggs at)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The crowd booed and egged the politician's car.

προτρέπω, παρακινώ, υποκινώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (incite, urge, encourage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fans cheered for their favorite team, egging them on.

παλιάνθρωπος

noun (figurative, informal (mean or dishonest person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's no surprise that he ended up in prison. He has always been a bad egg.

κλούβιο αυγό

noun (egg that is rotten)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That bad egg smells awful!

χτυπητό αυγό

noun (eggs: whisked)

Brushing beaten egg over the bread dough produces a lovely golden glaze.

βραστό αυγό

noun (egg cooked in water until firm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boiled eggs are highly recommended in a diet.

σοκολατένιο αυγό

noun (Easter confection)

The basket was filled with colored eggs, chocolate eggs, jelly beans, and plastic grass.

γεμιστό αυγό

noun (usually plural (stuffed halves of boiled egg)

To make deviled eggs I mash the egg yolks with other ingredients.

αβγό πάπιας

noun (egg laid by duck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σοκολατένιο αυγό

noun (chocolate egg given at Easter)

These Easter eggs are made of milk chocolate.

Πασχαλινό αυγό

noun (bird's egg decorated for Easter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People originally painted Easter eggs with bright colours to represent Spring.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (figurative (computer program: hidden feature)

There is an Easter egg inside the program.

κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών

noun (search for chocolate or decorated eggs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Naomi organized an Easter egg hunt for the children.

χτυπητήρι αυγών, χτυπητήρι αβγών

noun (handheld whisk)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χάρτινη συσκευασία αυγών

noun (box in which eggs are sold)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I recyle my egg cartons by planting seeds in the compartments.

ωάριο

(biology)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυγουλιέρα

noun (cup for holding a boiled egg)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σούπα με αυγά

noun (Chinese soup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A typical appetizer on a Chinese restaurant menu is egg drop soup.

κινέζικη σούπα με αβγά

noun (egg drop soup, Chinese soup containing eggs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In San Francisco it's almost obligatory to start lunch with egg flower soup.

εγκ ρολ

noun (US (Chinese food) (κινέζικο φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Egg rolls filled with vegetables and shredded pork are a common appetizer in Chinese-American restaurants.

αυγοσαλάτα, αβγοσαλάτα

noun (chopped egg in mayonnaise)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My boss used to have an egg salad sandwich for lunch every day.

χρονόμετρο για αυγά

noun (device: measures cooking time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασπράδι

noun (albumen: non-yolk part of an egg)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can't make meringues without egg whites.

κρόκος

noun (yellow part of an egg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The recipe requires one egg yolk.

ωοειδής

adjective (oval)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυγοδάρτης

noun (kitchen tool: whisk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποδήλατο

noun (swimming: kick used to tread water) (μτφ: κίνηση ποδιών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελικόπτερο

noun (US, slang (helicopter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

eggnog

noun (frothy drink) (αλκοολούχο ποτό με αυγά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Egg nog is a traditional drink during the winter holidays.
Το eggnog είναι ένα παραδοσιακό ποτό για τις χειμωνιάτικες διακοπές.

αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής

noun (from chickens not kept in cages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηγανητό αυγό

noun (egg cooked in pan of fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eating fried eggs every morning is not good for your health.
Το να τρως τηγανητά αυγά κάθε πρωί δεν είναι καλό για την υγεία σου.

στήθος πλάκα

plural noun (slang, figurative (woman's flat chest) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His previous girlfriends all had big breasts, but this one has two fried eggs.

καλός άνθρωπος

noun (figurative (decent or kind person)

σφιχτό βραστό αβγό

noun (egg boiled until the yolk is set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hard-boiled eggs are frequently required for slicing and adding to salad dishes.
Τα σφιχτά βραστά αυγά συνήθως χρησιμοποιούνται για κοπή και προσθήκη σε σαλάτες.

γεννάω

transitive verb (produce: egg) (αβγό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hen can lay a few eggs per week, I think.
Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω.

οικονομίες

noun (figurative (savings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Matthew blew their nest egg on a fast car, and his wife was not pleased. The recent recession almost totally wiped out my nest egg.

οολιτικός ασβεστόλιθος

noun (type of limestone)

αβγό τουρσί

noun (chicken's egg in vinegar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I enjoy preparing and eating pickled eggs.

τιρκουάζ

noun (turquoise colour)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τιρκουάζ

adjective (turquoise in colour)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The mother of the bride usually wears a robin's-egg-blue dress.

σκωτσέζικα αβγά

noun (boiled egg in sausage meat) (πιάτο)

χτυπητά αβγά

noun (often plural (eggs stirred while cooking)

Scrambled eggs and bacon is a favorite breakfast of mine.

μελάτο αβγό

noun (boiled egg with runny yolk)

πιάτο με αυγό μαγειρεμένο μέσα σε ψωμί

noun (US (egg cooked in bread)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του egg στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του egg

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.