Τι σημαίνει το education στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης education στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του education στο Αγγλικά.

Η λέξη education στο Αγγλικά σημαίνει εκπαίδευση, εκπαίδευση, παιδαγωγικά, μάθημα, τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανώτατη εκπαίδευση, υπουργείο παιδείας, κλασική παιδεία, μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευση, πρόσθετη εκπαίδευση, συμπληρωματική εκπαίδευση, ανώτερη εκπαίδευση, εκπαίδευση οδηγών, τυπική εκπαίδευση, ανώτερη εκπαίδευση, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, μεταπτυχιακές σπουδές, εκπαίδευση για την υγεία, τριτοβάθμια εκπαίδευση, διαπολιτισμική εκπαίδευση, άγνοια, αμάθεια, έλλειψη παιδείας, έλλειψη ακαδημαϊκής μόρφωσης, φυσική αγωγή, φυσική αγωγή, γυμναστική, βασική εκπαίδευση, βασική εκπαίδευση, θρησκευτικά, μάθημα θρησκευτικών, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, κολλέγιο, επιστημονική εκαπίδευση, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ειδική αγωγή, δημόσια εκπαίδευση, τεχνική εκπαίδευση, τριτοβάθμια εκπαίδευση, επαγγελματική εκπαίδευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης education

εκπαίδευση

noun (formal learning) (επίσημη εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What education do you have? A college degree?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το Υπουργείο Παιδείας ενέκρινε τα νέα βιβλία για την πρώτη δημοτικού.

εκπαίδευση

noun (instruction, training) (άτυπη προετοιμασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He received his education on the job.
Ναι, έλαβα κάποια εκπαίδευση στις τεχνικές πρώτων βοηθειών.

παιδαγωγικά

noun (pedagogy classes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She gained a master's degree in education.
Πήρε πτυχίο μάστερ στα παιδαγωγικά.

μάθημα

noun (informative experience) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Walking through the hospital with him was a real education.
Η βόλτα μέσα στο νοσοκομείο μαζί του ήταν αληθινό μάθημα.

τριτοβάθμια εκπαίδευση

noun (tertiary or further education)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a growing number of adults entering adult education.

ανώτατη εκπαίδευση

noun (tertiary or further study)

υπουργείο παιδείας

noun (schools: administrative body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The court said that boards of education could not segregate children by race.

κλασική παιδεία

noun (education in classical humanities)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ability to solve crossword puzzles quickly is just one of the advantages of a classical education.

μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευση

noun (mixed-sex schooling)

πρόσθετη εκπαίδευση, συμπληρωματική εκπαίδευση

noun (alternative learning opportunities)

ανώτερη εκπαίδευση

noun (adult education)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Continuing education courses are required for renewal of many professional licenses.

εκπαίδευση οδηγών

noun (US (high-school driving classes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυπική εκπαίδευση

noun (structured schooling or study) (εντός σχολικού συστήματος)

ανώτερη εκπαίδευση

noun (UK (tertiary education, adult learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία

noun (nonspecialized course of study)

μεταπτυχιακές σπουδές

noun (studies higher than degree level)

After I obtain my Bachelor of Arts degree I'll be going on to graduate education.

εκπαίδευση για την υγεία

noun (teaching people to improve health)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Health education teaches people how to live a healthy lifestyle.

τριτοβάθμια εκπαίδευση

noun (university, etc.)

He worked in higher education for over 40 years.
Εργάστηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για πάνω από 40 χρόνια.

διαπολιτισμική εκπαίδευση

noun (multicultural and interfaith schooling)

άγνοια, αμάθεια, έλλειψη παιδείας

noun (ignorance, not being informed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lack of education about contraception can lead to many unwanted pregnancies.

έλλειψη ακαδημαϊκής μόρφωσης

noun (having little formal learning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her lack of education did not prevent her from achieving a successful career.

φυσική αγωγή

noun (abbreviation (physical education)

Phys Ed is just as important as more academic subjects.

φυσική αγωγή, γυμναστική

noun (school sports lessons, gym class)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Students take physical education in addition to math, English, languages, science and history.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

βασική εκπαίδευση

noun (junior, elementary schooling)

βασική εκπαίδευση

noun (US (first few years of schooling)

In the US, most kids learn how to read and do arithmetic in their primary education.

θρησκευτικά

noun (initialism (religious education)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μάθημα θρησκευτικών

noun (religion as school subject) (σχολείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All pupils have lessons in religious education during their first year in secondary school.

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

noun (further education college)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many adults turn to schools of continuing education to learn new skills.

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

noun (adult education college)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλέγιο

noun (US (teaching college)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you want to be a teacher you'll need to go to a school of education. A school of education can prepare you for a teaching job.
Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος.

επιστημονική εκαπίδευση

noun (grounding in the sciences)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δευτεροβάθμια εκπαίδευση

noun (education at high-school level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική αγωγή

noun (specific-needs teaching)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημόσια εκπαίδευση

noun (public education)

τεχνική εκπαίδευση

noun (study of practical subjects)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τριτοβάθμια εκπαίδευση

noun (higher and further learning)

επαγγελματική εκπαίδευση

noun (training for a career)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του education στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του education

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.