Τι σημαίνει το then στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης then στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του then στο Αγγλικά.

Η λέξη then στο Αγγλικά σημαίνει μετά, έπειτα, τότε, τότε, τότε, επιπλέον, επίσης, τότε, μετά, Τότε λοιπόν, Μάλιστα, αμέσως μετά, και μετά, και ακόμα περισσότερο, τότε, από τώρα μέχρι τότε, από την άλλη, μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώρα, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, πού και πού, πότε πότε, από εκείνη την στιγμή και μετά, ακριβώς εκείνη την στιγμή, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, Τα λέμε!, έκτοτε, από τότε, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, από την άλλη, εκείνη τη στιγμή, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης then

μετά, έπειτα

adverb (afterward, next)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He went to the post office, then he went to the bank.
Πήγε στο ταχυδρομείο και μετά στην τράπεζα.

τότε

adverb (at that time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yesterday? What were you doing then?
Χθες; Τι έκανες τότε;

τότε

adverb (consequently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you eat all your food, then you will have pie as a reward.
Αν φας όλο το φαγητό σου, τότε μπορείς να φας γλυκό σαν ανταμοιβή.

τότε

adjective (at that time)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When I met him, the then 17-year-old was the star of his school's basketball team.
Όταν τον γνώρισα, ο τότε δεκαεπτάχρονος ήταν το αστέρι της ομάδας μπάσκετ του σχολείου του.

επιπλέον, επίσης

adverb (also, in addition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I need apples, and then I want flour and sugar.

τότε

adverb (in that case)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You are staying home tonight? Then I'll stay home, too.

μετά

adverb (next, in location)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bobby was first in line, Elena second, then Peter, then Nicole.

Τότε λοιπόν

interjection (informal (in that case)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μάλιστα

interjection (informal (indicating that [sth] is self-evident)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμέσως μετά, και μετά

conjunction (immediately afterwards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We'll finish painting, and then we'll eat dinner.
Θα τελειώσουμε το βάψιμο και μετά θα φάμε βραδινό.

και ακόμα περισσότερο

adverb (informal (even more)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you will sell me your car, I will give you your price and then some.

τότε

adverb (in those days)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Back then most people didn't even have cell phones.
Τότε οι περισσότεροι δεν είχαν καν κινητά τηλέφωνα.

από τώρα μέχρι τότε

adverb (from now until a future time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You'd better do a lot of work between now and then.

από την άλλη

conjunction (on the other hand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώρα

adverb (sometime before a future point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
By then it will be too late. The party starts at 7:00? That's okay – I should be ready by then.
Τότε θα είναι πολύ αργά. Το πάρτι αρχίζει στις 7.00; Εντάξει, ως εκείνη την ώρα θα είμαι έτοιμος.

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

adverb (including at that point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was only five years old but even then I knew that war was a terrible thing.

πού και πού, πότε πότε

expression (informal (occasionally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every now and then, a stray cat comes into our yard.
Πότε πότε έρχονται στην αυλή μας αδέσποτες γάτες.

από εκείνη την στιγμή και μετά

adverb (starting from that point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill was so grateful for Jenny's help, that from then on they were best friends.
Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι.

ακριβώς εκείνη την στιγμή

adverb (at that moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She got into bed, but just then the telephone rang.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

adverb (occasionally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My grandpa drinks a pint now and then. We go out for dinner now and then, but not very often.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

Τα λέμε!

interjection (informal (Goodbye for now!) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

έκτοτε, από τότε

adverb (between then and now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The last time I saw Lou was two years ago; she's grown so much since then!

κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή

expression (Let's try again sometime in the future.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από την άλλη

conjunction (colloquial (on the other hand, however)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll go to the party tonight. Then again, I might not.

εκείνη τη στιγμή

expression (at that exact moment and place) (μόνο χρόνος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως

expression (on second thoughts, however)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή

adverb (informal (until then: to a specified past moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I met my wife last May. Till then I'd never been in love.
Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

adverb (up to that point in the past)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He got married when he was 40. Until then he always lived alone.
Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

adverb (before a specified point in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's going to start school in the fall. Until then he'll live at home.
Θα αρχίσει να φοιτά στο πανεπιστήμιο το φθινόπωρο. Μέχρι τότε θα μένει σπίτι του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του then στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του then

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.