Τι σημαίνει το trabalhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trabalhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trabalhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη trabalhar στο πορτογαλικά σημαίνει δουλειά, εργασία, εργάζομαι, δουλεύω, επανδρώνω, εργάζομαι, δουλεύω, κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ, είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα, υπηρετώ, δουλεύω, διαμορφώνω, δουλεύω, εργάζομαι, διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, πιάνω δουλειά, ζορίζομαι, πιέζομαι, κάνω αναπληρώσεις, μοχθώ, κοπιάζω, εργάτης σε υπόγεια έργα, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, φτύνω αίμα, χύνω αίμα, συνεργάζομαι, δουλεύω σαν τρελός, δουλεύω σαν τρελός, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, αναθέτω μια εργασία σε κπ, εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμία, εργάζομαι με πιεστική προθεσμία, εργάζομαι αργά το βράδυ, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω ως μπάρμαν/μπαργούμαν, συνεργάζομαι, εργάζομαι εξ αποστάσεως, έχω, εργάζομαι στον τομέα, δουλεύω για, συνεργάζομαι, εργάζομαι για κτ, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω, δουλεύω με επιμέλεια, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, εργάζομαι πιο εντατικά, καλλιεργώ με μορτή, προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειά, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, εξαντλώ, δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί, εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος, δουλεύω για κπ, είμαι στέλεχος, πλακώνομαι σε κτ, δουλεύω πάνω σε κάτι, δίνω γκάζια, δουλεύω ως DJ, συνεργάζομαι με κπ, δουλεύω ως ομάδα, χρησιμοποιώ, κάνω ρεπορτάζ, χρησιμοποιώ, εμπορεύομαι, δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο, προσέχω παιδιά, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ, δουλεύω σαν σκυλί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trabalhar

δουλειά, εργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Recém-formados da faculdade frequentemente não fazem muita ideia do que esperar quando começam a trabalhar.

εργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele trabalha no banco.
Δουλεύει στην τράπεζα.

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele trabalhou noite adentro.
Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα.

επανδρώνω

(pessoal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meus amigos e eu trabalhamos na barraca da feira.
Εγώ και οι φίλοι μου επανδρώσαμε τον πάγκο στο πανηγύρι.

εργάζομαι, δουλεύω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trabalhei 15 horas hoje.
Σήμερα δούλεψα 15 ώρες.

κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos os tradutores trabalham para tornar o dicionário o melhor possível.
Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται.

είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα

(trabalhar como garçom)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ele vem trabalhando naquele restaurante há dois anos.
Είναι σερβιτόρος σε εκείνο το εστιατόρια εδώ και δύο χρόνια.

υπηρετώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu trabalhei como médico durante dez anos.

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Teremos que trabalhar até tarde para concluir este projeto. Sheila está fazendo horas extras para quitar suas dívidas.

διαμορφώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carpinteiro trabalha as peças em uma mesa.

δουλεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fazendeiro trabalhou a terra.

εργάζομαι

verbo transitivo (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela trabalhou bem na empresa durante 25 anos.

διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada um de nós processa o luto de sua própria maneira.

πιάνω δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζορίζομαι, πιέζομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω αναπληρώσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não trabalho em tempo integral, mas substituo durante o período de férias.

μοχθώ, κοπιάζω

(figurado, informal, trabalhar duro, BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εργάτης σε υπόγεια έργα

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não se mate tentando limpar esse lugar até a hora do almoço.
Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό.

φτύνω αίμα, χύνω αίμα

(trabalho extremamente difícil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεργάζομαι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δουλεύω σαν τρελός

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλεύω σαν τρελός

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκωλώνομαι στη δουλειά

(informal, figurado, trabalhar demais) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναθέτω μια εργασία σε κπ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι με πιεστική προθεσμία

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι αργά το βράδυ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω ως μπάρμαν/μπαργούμαν

verto intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εργάζομαι εξ αποστάσεως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω

(άποψη, πεποίθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εργάζομαι στον τομέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meu marido trabalha com contabilidade e eu trabalho com serviços técnicos.
Ο σύζυγός μου εργάζεται στο τομέα της λογιστικής και εγώ εργάζομαι στον τομέα της συντήρησης.

δουλεύω για

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu trabalho para o governo.
Δουλεύω για την κυβέρνηση.

συνεργάζομαι

(ser colega de trabalho de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συνεργάζομαι με την ομάδα πωλήσεων. Παρακαλώ να συνεργαστείς με τους γείτονές σου για να μειώσετε την εγκληματικότητα στη γειτονιά.

εργάζομαι για κτ

expressão verbal

εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desde que a mulher dele ficou doente, ele tem sido negligente no trabalho.
Από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του, τεμπελιάζει στη δουλειά.

δουλεύω με επιμέλεια

μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι

(trabalhar duro em) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της.

εργάζομαι πιο εντατικά

expressão verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλλιεργώ με μορτή

expressão verbal (επίμορτη αγροληψία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janet trabalhou como escrava em sua tarefa e tirou dez.
Η Τζάνετ δούλεψε σαν σκλάβος για την εργασία της και πήρε άριστα.

εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω για κπ

είμαι στέλεχος

(με γενική: όχι για άτομο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Είμαι στέλεχος της ομάδας πωλήσεων.

πλακώνομαι σε κτ

(informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

δουλεύω πάνω σε κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você precisa mesmo trabalhar nisso de controlar seu temperamento. Preciso muito trabalhar na minha paciência.
Πρέπει πραγματικά να δουλέψεις πάνω στο να συγκρατείς τα νεύρα σου.

δίνω γκάζια

(αργκό,μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλεύω ως DJ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεργάζομαι με κπ

Παρακαλώ, συνεργαστείτε με τους γείτονές σας, προκειμένου να μειωθεί η εγκληματικότητα στη γειτονιά.

δουλεύω ως ομάδα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρησιμοποιώ

(materiais: usar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ρεπορτάζ

expressão verbal

O correspondente de guerra estava ficando cansado de trabalhar como repórter e queria escrever poesia.
Ο πολεμικός ανταποκριτής είχε κουραστεί να κάνει ρεπορτάζ και ήθελε να γράψει ποίηση αντ' αυτού.

χρησιμοποιώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα υλικά που έχεις.

εμπορεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta loja só trabalha com móveis de design.
Αυτό το κατάστημα εμπορεύεται μόνο επώνυμα έπιπλα.

δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσέχω παιδιά

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No momento, estou trabalhando como garçonete em um bar de coquetéis, mas quero ser atriz.

έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ

(formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο σκηνοθέτης κάνει και τον ηθοποιό στην ταινία.

δουλεύω σαν σκυλί

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trabalhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του trabalhar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.