Τι σημαίνει το bothered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bothered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bothered στο Αγγλικά.

Η λέξη bothered στο Αγγλικά σημαίνει προβληματισμένος, με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ, ψήνομαι, που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ, ενοχλώ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, μπελάς, κόπος, προβληματίζω, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, ξαναμμένος, ξαναμμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bothered

προβληματισμένος

adjective (concerned, troubled) (ανησυχία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You seem bothered that I disagree with you.

με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ

(concerned, troubled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am bothered by the way he treats my daughter.
Με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόρη μου.

ψήνομαι

adjective (informal (willing to make effort) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was going to go out tonight, but I'm not sure I can be bothered.

που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ

adjective (informal (willing to make effort) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to decide whether I can be bothered to get up today.
Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα μπω στον κόπο να σηκωθώ σήμερα.

ενοχλώ

transitive verb (annoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My little brother bothers me all the time.
Ο μικρός μου αδερφός με ενοχλεί όλη την ώρα.

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

verbal expression (make an effort) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He didn't bother to answer the email.
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο email.

μπελάς

noun (informal (annoyance) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These mosquitoes are a real bother.
Αυτά τα κουνούπια είναι σκέτος μπελάς.

κόπος

noun (effort)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Is applying for a permit really worth the bother?
Αξίζει πράγματι τον κόπο να υποβάλλει κανείς αίτηση για άδεια;

προβληματίζω

transitive verb (perturb)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What's bothering me is why he would even ask such a thing?

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

adjective (informal (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't be bothered with proofreading, so I just post my e-mails as they are, misspellings and all.

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

adjective (informal (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναμμένος

adjective (informal (flustered) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Larry got hot and bothered during his presentation.

ξαναμμένος

adjective (informal, euphemism (sexually excited) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Just looking at Rachel gets me all hot and bothered.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bothered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bothered

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.