Τι σημαίνει το authority στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης authority στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του authority στο Αγγλικά.

Η λέξη authority στο Αγγλικά σημαίνει εξουσία, αρχή, αυθεντία, αυτοπεποίθηση, έγκυρο σύγγραμμα, άδεια, εξουσιοδότηση, οι αρχές, κατάχρηση εξουσίας, πρόσωπο που επιβάλλει πειθαρχία, πλήρης εξουσία, Αρχή Μείζονος Λονδίνου, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, γιατρός-αυθεντία, υγειονομικές αρχές, αστυνομική αρχή, ρυθμιστική αρχή, ειδικός ακαδημαϊκός, υπηρεσία συγκοινωνιών, υπό τον έλεγχο του/της, υπό την καθοδήγηση του/της. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης authority

εξουσία

noun (uncountable (power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The class president asserted his authority and vetoed the student council's decision.
Ο πρόεδρος της τάξης επέβαλλε την εξουσία του και έθεσε βέτο στην απόφαση του μαθητικού συμβουλίου.

αρχή

noun (often plural (government organization) (συχνά στον πληθυντικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Authorities are looking into the military scandal.
Οι αρχές ερευνούν το στρατιωτικό σκάνδαλο.

αυθεντία

noun (top expert)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James is the foremost authority on Painted Buntings.
Ο Τζέιμς είναι η απόλυτη αυθεντία στα πτηνά painted bunting.

αυτοπεποίθηση

noun (uncountable (assuredness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pastry chef piped the frosting onto the cake with authority.
Ο ζαχαροπλάστης έβαζε το γλάσο πάνω στην τούρτα με σιγουριά.

έγκυρο σύγγραμμα

noun (authoritative publication) (πάνω σε κτ)

The famous astronomer's book is considered to be the authority on black holes.

άδεια, εξουσιοδότηση

noun (uncountable (authorization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary has her father's authority to run the farm while he is away.

οι αρχές

plural noun (police)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The authorities were called to the scene of the crime.

κατάχρηση εξουσίας

noun (corrupt use of power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sexual harassment of a subordinate is a boss's abuse of authority.

πρόσωπο που επιβάλλει πειθαρχία

noun ([sb] who commands obedience)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My mother was the authority figure in our household.

πλήρης εξουσία

noun (complete control)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judged granted him full authority over his father's estate.

Αρχή Μείζονος Λονδίνου

noun (UK (government body of London)

δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή

noun (council, local government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The local authority is responsible for rubbish collection.

γιατρός-αυθεντία

noun (expert in medicine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is the world medical authority on infant nervous disorders.

υγειονομικές αρχές

noun (professional healthcare association)

αστυνομική αρχή

noun (law: official)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρυθμιστική αρχή

noun (administrative body that oversees lawmaking)

ειδικός ακαδημαϊκός

noun (master in an academic field) (σε γνωστικό αντικείμενο)

υπηρεσία συγκοινωνιών

noun (public transport agency)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπό τον έλεγχο του/της

expression (being guided by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό την καθοδήγηση του/της

expression (within the control of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του authority στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του authority

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.