Τι σημαίνει το onto στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης onto στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του onto στο Αγγλικά.

Η λέξη onto στο Αγγλικά σημαίνει πάνω σε, που έχει πάρει χαμπάρι, έχω πάρει χαμπάρι κπ, πιάνω, αρχίζω να μιλάω για κάτι, κρατιέμαι από κπ/κτ, διατηρώ, ακολουθώ, συνδέομαι σε, φέρνω σε επαφή, πληροφορώ, ενημερώνω, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο, απλώνω, σκαρφαλώνω πάνω σε, κολλάω κτ σε κτ, εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτ, πασαλείβω, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, τυπώνω κτ σε κτ, βάζω έναν σβώλο, κεντάω, κεντώ, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, χαράσσω, βλέπω σε κτ, κολλάω σε κτ, παίρνω, κολλάω, κολλώ, σχεδιάζω, προσκολλώμαι σε κπ/κτ, καταλαβαίνω, κολλάω, φορτώνω σε, βάζω το βέλος στο τόξο, ξεφωρτώνω, αποκαλύπτω, ξεφορτώνω, λέω, φορτώνω κτ σε κπ άλλο, υποπτεύομαι, οδηγώ σε, οδηγώ σε κτ, προσθέτω κτ σε κτ, αφήνω κτ με γδούπο, προβάλλω, βάζω, ξαναβιδώνω, απλώνω παχιά στρώση, πέφτω, αλείφω, απλώνω, ψεκάζω, πασπαλίζω κτ με κτ, ψεκάζω κτ με κτ, αποτυπώνω κτ με στένσιλ πάνω σε κτ, κολλάω, δένω, επισυνάπτω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, σχεδιάζω, αρχίζω να δίνω κτ σε κπ, παράθυρο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης onto

πάνω σε

preposition (on top of)

Anna climbed a ladder to get onto the roof.
Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή.

που έχει πάρει χαμπάρι

preposition (slang (aware: of [sb]'s plans, etc.) (ανεπ: κπ/κτ, ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom thinks he's being clever, but his mother is onto his little scheme.
Ο Τομ νομίζει ότι είναι έξυπνος, αλλά η μητέρα του έχει πάρει χαμπάρι την κομπίνα του.

έχω πάρει χαμπάρι κπ

preposition (slang (aware of what [sb] is like)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone else is charmed by that smooth talker, but I'm onto him!

πιάνω

(UK, slang (fact, idea: realise, grasp) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She didn't cop on to the fact that the girl he was describing was her sister.

αρχίζω να μιλάω για κάτι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (discuss)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boss always becomes defensive when we get onto the subject of a pay rise.
Το αφεντικό μου παίρνει πάντα αμυντική στάση όταν αρχίζουμε να μιλάμε για το θέμα των αυξήσεων.

κρατιέμαι από κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (grasp, clutch)

If you think you are going to slip, hold on to my arm.
Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις.

διατηρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (keep, maintain despite difficulty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In all the years of poverty, she managed to hold onto her dignity.
Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.

ακολουθώ

phrasal verb, transitive, inseparable (follow closely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέομαι σε

phrasal verb, transitive, inseparable (access: an internet site)

To read this forum, just log onto wordreference.com.

φέρνω σε επαφή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (put in touch with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A friend of his father's put him on to Mr Smith, and Mr Smith hired him as a printer.
Ένας φίλος του πατέρα του τον έφερε σε επαφή με τον κύριο Σμιθ και ο κύριος Σμιθ τον προσέλαβε ως τυπογράφο.

πληροφορώ, ενημερώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (inform about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (charge in addition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This restaurant automatically adds a service charge onto the bill.
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (append)

απλώνω

(paint, etc.: apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter brushed more paint onto the table.
Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι.

σκαρφαλώνω πάνω σε

(get on top) (σε κάποιον, σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Emma climbed onto the horse and flicked the reins, but the horse didn't move.
Η Έμμα ανέβηκε στο άλογο και τίναξε τα γκέμια αλλά το άλογο δεν κουνήθηκε.

κολλάω κτ σε κτ

transitive verb (art: stick, paste)

The children will next collage their individual drawings onto a large poster board.

εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτ

(apply by dabbing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Michelle dabbed some lotion onto her hands.

πασαλείβω

(apply roughly) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet dashed some paint onto the wall.

πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ

transitive verb (apply roughly, smear)

The bricklayer daubed mortar onto the layer of bricks.

τυπώνω κτ σε κτ

transitive verb (transfer: [sth] onto [sth])

Carefully decal the image onto the glass.

βάζω έναν σβώλο

transitive verb (informal (put a blob of [sth] on [sth]) (από κτ σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The chef dolloped some sour cream onto the surface of the spicy soup.

κεντάω, κεντώ

transitive verb (design: sew onto [sth]) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally is embroidering flowers onto the cushion cover.

χαράσσω, χαράζω

transitive verb (carve, etch onto [sth]) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jeweler engraved the customer's initials on the pendant.

χαράζω, χαράσσω

(engrave [sth] on [sth]) (κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jeweller etched the couple's initials on the rings.

βλέπω σε κτ

(face onto)

The living room gives onto the garden.

κολλάω σε κτ

(US, informal (latch on to) (μεταφορικά)

The teenager glommed onto the ideas of his peer group.

παίρνω

(US, informal (take possession of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω, κολλώ

(attach with glue) (κτ σε κτ, κτ πάνω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim glued the wallpaper onto the wall.
Ο Τιμ κόλλησε την ταπετσαρία στον τοίχο.

σχεδιάζω

(draw) (κάτι πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The designer inked the logo onto paper before scanning it into the computer to edit it.

προσκολλώμαι σε κπ/κτ

verbal expression (cling)

Sea lampreys latch on to passing fish, sharks, and even humans.

καταλαβαίνω

verbal expression (figurative (idea, etc.: adopt, understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The student began to latch on to the idea of Socialism.

κολλάω

verbal expression (figurative (follow [sb] around) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She's so clingy, she just latches on to whatever boy she meets.

φορτώνω σε

(put: [sth] to be transported)

They loaded the goods into the delivery truck.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

βάζω το βέλος στο τόξο

(arrow: fit to bowstring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Robin Hood notched another arrow onto his bow.

ξεφωρτώνω

transitive verb (literal (get rid of: cargo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλύπτω

transitive verb (figurative (divulge: [sth] troubling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφορτώνω

(cargo: unload)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The workers were offloading the cargo onto the waiting trucks.

λέω

(figurative ([sth] worrying: tell [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω κτ σε κπ άλλο

(informal, figurative (pass something unwanted on to) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I managed to offload that awful project onto Audrey.

υποπτεύομαι

verbal expression (informal (suspect [sb]'s secret)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thief knew the police were on to him, so he was trying to keep a low profile.
Ο κλέφτης ήξερα ότι τον είχε ψυλλιαστεί η αστυνομία και προσπαθούσε να κρατήσει χαμηλό προφίλ.

οδηγώ σε

(give access to [sth])

The door opens to a large courtyard.

οδηγώ σε κτ

verbal expression (lead to wider area)

The doors open out onto a beautiful garden.

προσθέτω κτ σε κτ

(US, figurative, informal (carry, attach to [sth] else)

They're going to piggyback this clause onto the amendment.

αφήνω κτ με γδούπο

(informal (put down heavily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He plonked the shopping on the kitchen table and went upstairs without saying a word.

προβάλλω

transitive verb (emotion: attribute to [sb] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Heather projected her fear of dogs onto her son, who actually liked them.
Η Χέδερ έκανε προβολές για τον φόβο της για τα σκυλιά στον γιο της που στην πραγματικότητα τα αγαπούσε.

βάζω

(add) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shopkeeper put an additional shipping charge on the purchase.

ξαναβιδώνω

verbal expression (twist back into place) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't screw the top back on the bottle, the ketchup will congeal.

απλώνω παχιά στρώση

(apply thickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Απλώστε μια παχιά στρώση κρέμας στο πρόσωπό σας αφού πρώτα το καθαρίσετε προσεκτικά.

πέφτω

(flop down) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She slumped into the armchair and sighed heavily.
Έπεσε στην πολυθρόνα και αναστέναξε βαριά.

αλείφω, απλώνω

(apply, layer on [sth]) (κτ σε κτ, κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandmother used to smear goose fat on my father's chest when he had a cough.
Παλιά, η γιαγιά μου άλειφε λίπος χήνας στο στήθος του πατέρα μου όταν είχε βήχα.

ψεκάζω

transitive verb (apply a fine mist to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen sprayed the cleaning product on the windows.
Η Χέλεν ψέκασε το καθαριστικό στα παράθυρα.

πασπαλίζω κτ με κτ

(grain, powder: scatter) (κτ με σκόνη)

Oliver sprinkled sugar on his breakfast cereal.
Ο Όλιβερ πασπάλισε ζάχαρη πάνω στα δημητριακά του πρωινού του.

ψεκάζω κτ με κτ

(liquid: apply in small drops) (κτ με σταγόνες)

Nancy sprinkled water onto the shirt before ironing it.
Η Νάνσυ ψέκασε νερό πάνω στο πουκάμισο πριν το σιδερώσει.

αποτυπώνω κτ με στένσιλ πάνω σε κτ

(apply with a stencil)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jonathan stenciled a polka-dot pattern on the table top.

κολλάω

(informal (attach) (κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me stick this notice on the board.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

δένω

transitive verb (fasten with strap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The courier strapped the package onto the back of his bike and set off.
Ο ταχυδρόμος έδεσε το δέμα στο πίσω μέρος του ποδηλάτου του και ξεκίνησε.

επισυνάπτω

(attach, append) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James tagged the file onto the email, so his manager could see what the problem was.
Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

(bead: put onto a string)

Thread the beads onto the string like this.
Πέρνα τις χάντρες στην κλωστή με αυτό τον τρόπο.

σχεδιάζω

transitive verb (outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The architect traced the plans carefully.
Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε τα σχέδια με προσοχή.

αρχίζω να δίνω κτ σε κπ

(UK (feed a baby solids)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's usual to wean a baby onto solid food at about 6 months.

παράθυρο σε κτ

noun (figurative (glimpse into [sth] unfamiliar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του onto στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του onto

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.