Τι σημαίνει το believing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης believing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του believing στο Αγγλικά.

Η λέξη believing στο Αγγλικά σημαίνει πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω σε κτ/κπ, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, πιστεύω σε κτ, είτε το πιστεύεις είτε όχι, πίστεψέ με, απίστευτος, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ, κάνω κπ να πιστέψει, παίζω κπ, προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,, προσποιητός, υποψία, αρνούμαι να πιστέψω, αρνούμαι να πιστέψω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης believing

πιστεύω

transitive verb (have faith) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I believe God exists.
Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.

πιστεύω

transitive verb (with clause: have confidence) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I believe he will return as promised.
Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε.

πιστεύω

transitive verb (with clause: think, suppose) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I believe that it won't rain tomorrow, but I'm not sure.
Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

πιστεύω

transitive verb (trust) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He said he saw it and I believe him.
Είπε ότι το είδε και τον πιστεύω.

πιστεύω

transitive verb (trust) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I never believe the TV weather forecast.
Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης.

πιστεύω σε κτ/κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (think real)

Even though she's ten, she still believes in fairies.
Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (think capable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I believe in the new prime minister.

πιστεύω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (support)

As a vegan, Oliver believes in animal welfare.

πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα

verbal expression (figurative (be gullible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's so naïve, she'll believe anything!
Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε!

πιστεύω σε κτ

verbal expression (advocate doing)

I believe in giving to charities that keep their administrative costs to a minimum.
Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα.

είτε το πιστεύεις είτε όχι

expression (though it may seem incredible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Believe it or not, I just won the jackpot in the state lottery!

πίστεψέ με

interjection (trust what I say)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Believe me, it's really hot outside!

απίστευτος

adjective (not credible) (δύσκολα πιστευτός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's hard to believe that this was once all open fields.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε.

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

expression (I think this is true)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is very intelligent, I believe.

πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως

expression (with clause: I think that)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I believe the class begins on Monday.

έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ

expression (tending to trust: [sb]) (μόνιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice was inclined to believe Bill's version of the events.

κάνω κπ να πιστέψει

verbal expression (often passive (mislead into thinking) (κάτι ή ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The financial advisor led me to believe that my investments were safe.

παίζω κπ

noun (pretending, esp. by children)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Ας παίξουμε τους αστροναύτες», είπε όλο χαρά το κοριτσάκι.

προσποιούμαι ότι/πως, παριστάνω ότι/πως,

verbal expression (with clause: pretend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσποιητός

adjective (not real)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποψία

noun (grounds for believing) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is reason to believe that the man is lying.

αρνούμαι να πιστέψω

verbal expression (with object: be unwilling to accept)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She refused to believe his version of events.

αρνούμαι να πιστέψω

verbal expression (with clause: be unwilling to accept) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I refuse to believe that he's only interested in her money.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του believing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του believing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.