Τι σημαίνει το wrong στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wrong στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wrong στο Αγγλικά.

Η λέξη wrong στο Αγγλικά σημαίνει λάθος, που κάνει λάθος, λάθος, άδικος, λάθος, -, λάθος, λάθος, ακατάλληλος, λάθος, άδικα, λάθος, κακό, αδικία, λάθος, κάτι κακό, βλάπτω, παίρνω λάθος δρόμο, κάνω λάθος, δεν πέφτω έξω, δεν πειράζω/ενοχλώ, διαπράττω αδίκημα, αμαρτάνω, κάνω κακό, ξεκινάω στραβά, κάνω κτ λάθος, κάνω λάθος, που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθος, φταίω, σφάλλω, αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο, σωστό και λάθος, ηθική, χρηστότητα, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος, Τι τρέχει;, λάθος απάντηση, λάθος αντίληψη, ανάποδα, λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση, λάθος, λάθος αριθμός, λάθος αριθμός, λάθος πλευρά, ακατάλληλη χρονική στιγμή, ακατάλληλη χρονική στιγμή, λάθος δρόμος, ανάποδα, κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του, διαψεύδω, παραπλανημένος, λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wrong

λάθος

adjective (incorrect)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That's the wrong answer. // You have the wrong man!
Αυτή είναι η λάθος απάντηση. // Έχεις πιάσει λάθος άνθρωπο!

που κάνει λάθος

adjective (person: mistaken, in error)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you think I'm going to change my mind, you're wrong!
Αν πιστεύεις ότι θα αλλάξω γνώμη είσαι λάθος!

λάθος

adjective (immoral)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Most people feel that stealing is wrong.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι το να κλέβεις είναι λάθος.

άδικος

adjective (unjust)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The punishment he received was wrong.
Η τιμωρία που υπέστη ήταν άδικη.

λάθος

adverb (informal (incorrectly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You have spelt that word wrong.
Έγραψες αυτήν τη λέξη λανθασμένα.

-

adjective (amiss) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You're so quiet today; I can tell something is wrong.
Είσαι πολύ ήσυχος σήμερα. Το καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά.

λάθος

adjective (false)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You are not being truthful. Stop giving me the wrong information.
Δεν είσαι ειλικρινής. Σταμάτα να μου δίνεις λάθος πληροφορίες.

λάθος

adjective (improper)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Do not say the wrong thing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό που είπες ήταν λάθος. Πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη που την προσέβαλες.

ακατάλληλος

adjective (unsuitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her parents feel that her boyfriend is wrong for her.
Οι γονείς της θεωρούν ότι το αγόρι της είναι ακατάλληλο για εκείνη.

λάθος

adjective (inopportune)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
It was the wrong moment to interrupt.
Ήταν λάθος στιγμή για να διακόψεις.

άδικα

adverb (US, informal (unfairly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The court treated him wrong. He is not that bad.
Το δικαστήριο τον έκρινε λάθος. Δεν είναι τόσο κακός.

λάθος

adverb (US, informal (immorally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She behaves wrong. She should have more respect for herself.

κακό

noun (evil)

I know the difference between right and wrong.

αδικία

noun (injustice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lawyer wants to right a wrong.

λάθος

noun (literary, often plural (error)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I fear I have done you a serious wrong.

κάτι κακό

noun (bad deed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The boy has done wrong.
Το αγόρι έκανε κάτι κακό.

βλάπτω

transitive verb (harm, do wrong to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thief sought forgiveness from the people he had wronged.

παίρνω λάθος δρόμο

verbal expression (figurative (follow a mistaken idea) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω λάθος

verbal expression (figurative, informal (be mistaken)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πέφτω έξω

verbal expression (make no mistakes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He believed that the Red Sox could do no wrong and they would win the series.

δεν πειράζω/ενοχλώ

verbal expression (do nothing improper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was convinced that his daughter could do no wrong.

διαπράττω αδίκημα

(commit a crime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμαρτάνω

(commit a sin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κακό

(informal (betray, harm) (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frankie and Johnny were lovers, but he was doing her wrong with Nellie Bly.

ξεκινάω στραβά

verbal expression (figurative (have a bad start)

κάνω κτ λάθος

(be mistaken about [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you actually read the instructions, you'll be less likely to get it wrong.
Αν διαβάσεις καλά τις οδηγίες, έχεις λιγότερες πιθανότητες να το κάνεις λάθος.

κάνω λάθος

verbal expression (person: fail) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you follow the instructions, you can't go wrong.
Αν ακολουθήσεις τις οδηγίες, δεν θα κάνεις λάθος.

που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθος

adjective (mistaken)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack admitted that he had been in the wrong about Arthur and apologized for not trusting him.

φταίω, σφάλλω

adjective (to blame)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louise was in the wrong when she took Eric's car without his permission.

αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο

(show that [sb] is incorrect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father said I would never be an athlete; I'm determined to prove him wrong.

σωστό και λάθος

plural noun (sense of morality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have to know the difference between right and wrong.

ηθική, χρηστότητα

noun (morality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At around the age of four, children start to demonstrate a sense of right and wrong.

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

verbal expression (sing off key)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος

verbal expression (have a sense of morality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι τρέχει;

expression (informal (What is the matter?) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάθος απάντηση

noun (incorrect response)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λάθος αντίληψη

expression (mistaken idea)

I'm not having an affair with your wife! I was just comforting her because she was upset; you've got hold of the wrong end of the stick.

ανάποδα

adverb (US (backwards)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The flashlight didn't work because he had put in the battery wrong end to.

λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση

noun (false idea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hope I didn't give you the wrong impression.

λάθος

noun (informal (error)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Telling me to follow his advice was definitely a wrong move. I realize now that buying that new car was a wrong move.

λάθος αριθμός

noun (telephone: call to wrong person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάθος αριθμός

noun ([sb] reached through mistaken call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάθος πλευρά

noun (incorrect side)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The old man was driving on the wrong side of the road.

ακατάλληλη χρονική στιγμή

noun (inopportune moment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The job offer simply came at the wrong time. I get paid on the first of the month, so the end of the month is the wrong time to ask me for a loan.
Η προσφορά για δουλειά απλά ήρθε την ακατάλληλη χρονική στιγμή. Πληρώνομαι κάθε πρώτη του μήνα, έτσι στο τέλος του μήνα είναι ακατάλληλη χρονική στιγμή να μου ζητήσεις δάνειο.

ακατάλληλη χρονική στιγμή

noun (not appointed time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She showed up for her interview on the right day, but at the wrong time.

λάθος δρόμος

expression (incorrectly)

ανάποδα

expression (positioned, held: incorrectly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του

transitive verb (make [sb] lose balance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tennis player hit a shot across the court that wrong-footed his opponent.

διαψεύδω

transitive verb (figurative (make [sb] appear wrong)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The author wrong-footed critics when his book became a surprise bestseller.

παραπλανημένος

adjective (person: misguided)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λάθος

adjective (policy, idea: ill conceived)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wrong στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wrong

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.