Τι σημαίνει το borne στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης borne στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του borne στο Αγγλικά.

Η λέξη borne στο Αγγλικά σημαίνει που μεταφέρεται, αρκούδα, αντέχω, αντέχω, βγάζω, κάνω, κάνω, στέκω, κάνω, αγενής, αγροίκος, αρκούδα, αρκούδα, παλούκι, μανίκι, μένω, παραμένω, μεταφέρω, φέρομαι, συμπεριφέρομαι, φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω, τρέφω, φέρω, έχω, μειώνω την τιμή, επιβεβαιωμένος, έγκυρος, διαπιστωμένος, τροφιμογενής, μεταδιδόμενος από κρότωνες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης borne

που μεταφέρεται

adjective (carried) (από/μέσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρκούδα

noun (mammal: ursidae) (ζώο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
America is home to many species of bear.
Στην Αμερική υπάρχουν πολλά είδη αρκούδας.

αντέχω

transitive verb (support weight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bridge must bear the weight of the cars and trucks.
Η γέφυρα πρέπει να αντέχει το βάρος αυτοκινήτων και φορτηγών.

αντέχω

transitive verb (endure [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He could hardly bear the suspense.
Με το ζόρι άντεχε την αγωνία.

βγάζω

transitive verb (produce flowers, fruit) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After several years of drought, the apple tree finally bore fruit.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

κάνω

transitive verb (give birth to: a child)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The queen bore fourteen children, but only three survived childhood.
Η βασίλισσα γέννησε δεκατέσσερα παιδιά αλλά μόνο τρία έζησαν μετά την παιδική ηλικία.

κάνω

transitive verb (give [sb] with an heir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Queen bore her husband three daughters.
Η βασίλισσα χάρισε στον άντρα της τρεις κόρες.

στέκω

transitive verb (withstand, stand up to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knew his alibi would bear scrutiny, so he had no problem telling it to the detectives.
Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές.

κάνω

intransitive verb (curve: left, right)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to bear left at the fork in the road.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

αγενής, αγροίκος

noun (US, informal, figurative (rude person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a bear first thing in the morning.

αρκούδα

noun (business pessimist) (ζαργκόν, μτφ: επιχείρηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the current recession, we're all bears.

αρκούδα

noun (informal (finance: short seller) (ζαργκόν, μτφ: οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bear sells when he hopes prices will go even lower.

παλούκι, μανίκι

noun (US, informal, figurative ([sth] difficult) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avoid taking economics with Professor Smith; his class is a bear! This tax form is a bear!

μένω, παραμένω

intransitive verb (remain)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
He would bear true to the promises he made.

μεταφέρω

transitive verb (carry [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The donkey had to bear the load to the camp.

φέρομαι, συμπεριφέρομαι

transitive verb (conduct: yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He bore himself with courage and distinction.

φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω

transitive verb (assume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will bear the responsibility for my decisions.

τρέφω

transitive verb (ill will, resentment: harbour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George doesn't bear any ill will towards people whose views are completely different from his own.

φέρω

transitive verb (display, show [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The warrior's face bore several deep scars.

έχω

transitive verb (have: name, title)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He bears his father's name.

μειώνω την τιμή

transitive verb (finance: attempt to lower price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The brokers were trying to bear the stocks.

επιβεβαιωμένος, έγκυρος, διαπιστωμένος

adjective (confirmed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our suspicions were borne out when the murderer suddenly confessed.

τροφιμογενής

adjective (transmitted by contaminated food) (από μολυσμένα τρόφιμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταδιδόμενος από κρότωνες

adjective (carried by bloodsucking parasite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lyme disease is one of the most serious tick-borne diseases.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του borne στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του borne

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.