Τι σημαίνει το button στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης button στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του button στο Αγγλικά.

Η λέξη button στο Αγγλικά σημαίνει κουμπί, κουμπί, πλήκτρο, κουμπί, κονκάρδα, κουμπώνω, δισκίο, άχρηστο πράγμα, πούντα, στρογγυλό μέρος, διακοσμώ κτ με κουμπιά, βάζω κουμπιά σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, κουμπώνω, δεν βγάζω λέξη για κτ, αφαλός, στρογγυλή μπαταρία, στρογγυλή μυτούλα, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, πουκάμισο με κουμπιά στο κολάρο, πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες, πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες, κομτσοβέλονο, σκέτη γλύκα, καυτός, κουμπί play, πλήκτρο play, πιεστικός διακόπτης, πίεσης, κουµπί επαναρύθµισης, ακριβής, διακόπτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης button

κουμπί

noun (round fastener)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harriet's coat has green buttons.
Το παλτό της Χάριετ έχει πράσινα κουμπιά.

κουμπί

noun (switch for power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Push the button to turn on the DVD player.
Πάτα το κουμπί για να ανάψεις το DVD player.

πλήκτρο, κουμπί

noun (computer control)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Click the right button on the mouse once.
Πάτα το δεξί πλήκτρο στο ποντίκι μία φορά.

κονκάρδα

noun (round badge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ian's backpack is covered with colorful buttons.
Το σακίδιο του Ίαν είναι καλυμμένο από πολύχρωμες κονκάρδες.

κουμπώνω

transitive verb (clothing: fasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy quickly buttoned his shirt and put a jacket on.
Ο Άντυ κούμπωσε γρήγορα το πουκάμισό του και έβαλε το μπουφάν του.

δισκίο

noun (object: small, round)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άχρηστο πράγμα

noun (UK (worthless object)

πούντα

noun (fencing: tip of foil) (ξιφασκία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Max can't use his foil in competitions anymore because the button doesn't function.

στρογγυλό μέρος

noun (round part or organ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rattlesnake was just a youngster and as yet only had a button where its rattle would be.

διακοσμώ κτ με κουμπιά, βάζω κουμπιά σε κτ

transitive verb (usually passive (furnish with buttons)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tailor buttoned the silk waistcoat.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (fencing: hit opponent with foil) (με ξίφος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουμπώνω

phrasal verb, transitive, separable (fasten buttons)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Button up your jacket; it's cold outside.

δεν βγάζω λέξη για κτ

(figurative, slang (keep silent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd better button up about the missing cookies.
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

αφαλός

noun (colloquial (navel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρογγυλή μπαταρία

noun (small round flat cell battery)

None of the stores in town sold the button batteries she needed for her camera.

στρογγυλή μυτούλα

noun (small round nose)

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

verbal expression (dated, figurative, slang (do not talk) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Button your mouth--I don't want to hear about it any more.

πουκάμισο με κουμπιά στο κολάρο

noun (has buttons on collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's always neatly dressed in a freshly-pressed suit and a button-down shirt.

πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες

adjective (shirt: with collar buttons)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες

adjective (shirt collar: with buttons)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κομτσοβέλονο

noun (metal tool for fastening buttons) (σπάνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκέτη γλύκα

adjective (informal (very sweet, adorable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The little girl next door is cute as a button, with her blond curls and her button nose.

καυτός

noun as adjective (US, figurative, informal (issue: emotive) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουμπί play, πλήκτρο play

noun (control pressed to [sth] start)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The slide show is all set up for you to use; just press the play button when you're ready to start.

πιεστικός διακόπτης

noun (control knob)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίεσης

adjective (control knob: pressed) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Modern cars have push-button radio controls.

κουµπί επαναρύθµισης

noun (control that restores a default setting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακριβής

adjective (figurative, informal (exact, precise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακόπτης

noun (switch)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του button στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του button

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.